Η κάμψη του γαλλογερμανικού άξονα | Σταύρος Γεωργίου

Οι εκλογές του προηγούμενου μήνα στα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας έφεραν το αποτέλεσμα που αναμενόταν από τις δημοσκοπήσεις. Το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» βγήκε πρώτο στη Θουριγγία και στη δεύτερη θέση στη Σαξονία, σημειώνοντας μεγαλύτερη αύξηση στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που αποσταθεροποιεί περαιτέρω τον ήδη εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό υπό την ηγεσία του Όλαφ Σολτς, ένα χρόνο πριν από τις βουλευτικές εκλογές.

Στη Γαλλία, οι ηγέτες των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου δεν έχουν κατορθώσει να συνεννοηθούν. Σε μια εποχή που η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκινά μια νέα θητεία του Ευρωκοινοβουλίου και αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αλλαγή προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες και η πολιτική και οικονομική επιθετικότητα της Κίνας, ο γαλλογερμανικός άξονας έχει σταματήσει.

Οι τρέχουσες κρίσεις στη Γερμανία και τη Γαλλία μπορούν να περιγραφούν ως δύο συστημικές κρίσεις: τα θεμέλια που στήριξαν τις δύο χώρες για επτά δεκαετίες είναι τόσο φθαρμένα από την πολιτική δυναμική που είναι ξεπερασμένα και καθιστούν τις δύο χώρες ακυβέρνητες. Οι Γερμανοί ψηφοφόροι έσπασαν το ταμπού της ακροδεξιάς, το οποίο το κατεστημένο τους είχε καταφέρει να διατηρήσει από τη μεταπολεμική περίοδο. Σε ένα ομοσπονδιακό και συναινετικό σύστημα, όπως αυτό που κατοχυρώνεται στο γερμανικό Σύνταγμα, ο συνδυασμός του πολιτικού κατακερματισμού και του λαϊκισμού, φέρνει το θεσμικό καθεστώς σε κατάρρευση.

Οι διακομματικοί συνασπισμοί δεν επαρκούν πλέον για να κυβερνήσουν το Βερολίνο. Σε ένα χρόνο, ακόμα κι αν κερδίσει τις εκλογές με 30%, όπως προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις, το CDU δεν θα μπορέσει να σχηματίσει μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD. Οι συντηρητικοί θα χρειαστούν έναν τρίτο εταίρο, με τον κίνδυνο να πέσουν ξανά στα κακά που πλήττουν τον συνασπισμό του Σολτς. Η ψήφος σε ένα κρατίδιο επηρεάζει την εθνική πολιτική. Στη Θουριγγία και τη Σαξονία, η Αριστερά εξαρτά την είσοδό της σε συνασπισμό με το CDU, από την αλλαγή της εθνικής θέσης των συντηρητικών για την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Στη Γαλλία, η κρίση που πυροδότησε ο Εμανουέλ Μακρόν με τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης σηματοδοτεί το τέλος του καθεστώτος της Πέμπτης Δημοκρατίας. Το συγκεντρωτικό θεσμικό της σύστημα, που κάνει τον πρόεδρο σχεδόν απόλυτο μονάρχη, δεν λειτουργεί πλέον. Η διόρθωση της «συμβίωσης» μεταξύ προέδρου της Δημοκρατίας προερχόμενου από ένα κόμμα και κυβέρνησης, προερχόμενης από άλλο κόμμα, δεν είναι πλέον βιώσιμη λόγω του κατακερματισμού μεταξύ τριών ή τεσσάρων ασυμβίβαστων μπλοκ. Λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, λείπει η κουλτούρα του συμβιβασμού και του συνασπισμού.

Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο για όλους. Εάν η Γαλλία αποκτήσει κυβέρνηση, θα είναι αδύναμη και πιθανώς τεχνοκρατική. Η διάρκειά της είναι αβέβαιη και αυτό συνδέεται με τους δώδεκα μήνες που πρέπει να περάσουν για να προκηρυχθούν νέες βουλευτικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση μπορεί να ελπίζει ότι θα κεφαλαιοποιήσει την ανοδική της πορεία, τις προεδρικές εκλογές του 2027. Εάν η Μαρίν Λεπέν εισέλθει στα Ηλύσια με τους θεσμούς της Πέμπτης Δημοκρατίας, δεν θα υπάρχει αντίπαλη δύναμη ικανή να εξισορροπήσει τις επιλογές της.

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αρνήθηκε να σχολιάσει τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γερμανία, όπως δεν σχολίασε την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία μετά τις πρόσφατες εκλογές. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στο Βερολίνο και το Παρίσι θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ΕΕ. Ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας, ο Σολτς θα είναι ακόμη πιο προσεκτικός σχετικά με τις αποφάσεις που θα πρέπει να λάβει η ΕΕ, πριν από τις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2025. Λόγω εσωτερικών διαφορών στον συνασπισμό μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων, η Γερμανία αγωνίζεται εδώ και αρκετούς μήνες να παρουσιάσει σαφείς και συνεκτικές θέσεις στις Βρυξέλλες.

Όσο για τον Μακρόν, η ΕΕ έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το πεδίο δράσης και τις ομιλίες του εδώ και δύο μήνες. Αν δεν θέλει να αφήσει ανοιχτό το πεδίο στη Λεπέν το 2027, θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στη Γαλλία και στις ιδέες για το μέλλον της ΕΕ που περιγράφονται στις ομιλίες του, τα επόμενα δυόμισι χρόνια.

Κάποιοι χαίρονται για το γαλλογερμανικό κενό εξουσίας στην Ευρώπη. Στους G7 στην Απουλία τον Ιούλιο, η Ιταλίδα Τζόρτζια Μελόνι πάλευε να κρύψει τη χαρά της για τα κακά αποτελέσματα των κομμάτων του Σολτς και του Μακρόν στις ευρωεκλογές. Ο Βίκτορ Όρμπαν το εκμεταλλεύεται αυτό, για να κηρύξει το τέλος του παλιού κόσμου στην ΕΕ και τη γέννηση μιας εθνικιστικής και ταυτοτικής Ευρώπης.

Λιγότερη γαλλογερμανική επιρροή στην ΕΕ δεν είναι απαραίτητα κακή. Τον Ιούλιο, ο Επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι σημείωσε ότι «[…] ο διάσημος γαλλογερμανικός κινητήρας δεν ήταν ποτέ τόσο αδύναμος. Άρα, θα έλεγα ότι το να στηρίζεσαι στην Ένωση είναι το πιο λογικό πράγμα».

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ήδη μετατοπίσει την ισορροπία δυνάμεων προς την Ανατολή. Το επισήμανε η ίδια η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της στο Globsec Forum: «Η νέα πραγματικότητα είναι ότι η Κεντρική Ευρώπη δεν βρίσκεται μόνο γεωγραφικά στο κέντρο της Ευρώπης, αλλά είναι επίσης πολιτικά και στρατηγικά κεντρική για το μέλλον της ΕΕ».

Όμως –όπως πολλοί πιστεύουν– «χωρίς τη Γαλλία και τη Γερμανία δεν μπορεί να γίνει τίποτα», σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι, κατέγραψε σε μαύρο και άσπρο τις «δύσκολες αποφάσεις» που θα πρέπει να λάβουν οι κυβερνήσεις για να σώσουν την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα (και όχι μόνο) απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Κίνα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη λίστα με τα πράγματα που έχουν να κάνουν οι Ευρωπαίοι τα επόμενα χρόνια, είναι ήδη αρκετά: διεύρυνση, προϋπολογισμός 2028-35, ενίσχυση της άμυνας, στρατηγική αυτονομία.

Αν υπάρχει κάποια πρόβλεψη είναι ότι λίγα από αυτά θα γίνουν, όπως και το ότι δεν θα μειωθεί η εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία θα εξακολουθήσει να φορτώνει βάρη στους Ευρωπαίους. Αλλά ακόμα και σε αυτά τα πλαίσια, η ΕΕ δεν μπορεί να αντέξει την απουσία της Γερμανίας και της Γαλλίας λόγω εσωτερικής διαρθρωτικής κρίσης.