Σύμφωνα με την έκθεση «Ukraine Aid: How Europe Can Replace US Support» που δημοσιεύτηκε από το Γερμανικό Ινστιτούτο του Κιέλου, η Ευρώπη συνολικά έχει διαθέσει 132 δισεκατομμύρια ευρώ στην Ουκρανία τα τελευταία τρία χρόνια (70 δισεκατομμύρια ευρώ σε οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια και 62 δισεκατομμύρια ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια), σε σύγκριση με 114 δισεκατομμύρια ευρώ από τις ΗΠΑ (64 δισεκατομμύρια ευρώ σε όπλα και 50 δισεκατομμύρια ευρώ σε οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια).
Επομένως, αυτό απέχει πολύ από τα 350 δισεκατομμύρια δολάρια που ανακοίνωσε ο Τραμπ, ως αμερικανική βοήθεια και τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια που επιδιώκουν να λάβουν οι ΗΠΑ, ως αποζημίωση για την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων της Ουκρανίας.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η στρατιωτική βοήθεια κατανέμεται σε τρεις κατηγορίες: ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση και μεμονωμένα κράτη.
Εντός της ΕΕ, η Εσθονία και η Δανία είναι οι χώρες που έχουν διαθέσει περισσότερο από το 2,5% της βοήθειας στην Ουκρανία. Αντίθετα, οικονομικές δυνάμεις όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν λιγότερο από το 0,2% του ετήσιου ΑΕΠ τους. Ο Economist σημείωσε ότι η Λετονία και η Λιθουανία συνεισέφεραν το 2% του προ του 2022 ΑΕΠ τους.
Οι συνεισφορές στην Ουκρανία από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία ανέρχονται σε περίπου 0,1% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους αριθμούς, η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος χορηγός της Ευρώπης, με συνολική συνεισφορά 17 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο με 15 δισ. ευρώ και τη Δανία με 8 δισ. ευρώ.
Στις 11 Φεβρουαρίου, διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες ανακοίνωσαν ότι οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ παρείχαν στην Ουκρανία στρατιωτική βοήθεια 51 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2024, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ που είχαν δεσμευτεί στη σύνοδο κορυφής της Ουάσιγκτον, με το 60% αυτών των προμηθειών να προέρχονται από ευρωπαίους συμμάχους.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το τι θα πρέπει να γίνει αν οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αντικαταστήσουν τη βοήθεια που παρέχουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία.
Η οικονομική πρόκληση της αντικατάστασης της βοήθειας των ΗΠΑ είναι περιορισμένη. Επί του παρόντος, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δαπανούν μόλις το 0,1% του ετήσιου ΑΕΠ τους για διμερή βοήθεια προς την Ουκρανία.
Για την αντικατάσταση των ροών βοήθειας των ΗΠΑ και τη διατήρηση της συνολικής στήριξης στο ίδιο επίπεδο, η Ευρώπη χρειάζεται να διπλασιάσει την ετήσια στήριξή της σε ένα μέσο επίπεδο 0,21% του ΑΕΠ. Αυτό είναι λιγότερο από το μισό από αυτό που κάνουν ήδη η Δανία και οι χώρες της Βαλτικής και σε επίπεδο αυτού που κάνουν η Πολωνία και η Ολλανδία. Δηλαδή, η Ευρώπη στο σύνολό της θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Σκανδιναβίας ή της Πολωνίας.
Σε απόλυτες τιμές, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα είναι καθοριστικά. Για να αντικαταστήσει τη βοήθεια των ΗΠΑ και να φτάσει στο 0,21% του ΑΕΠ, η Ευρώπη στο σύνολό της πρέπει να αυξήσει τη ροή της ετήσιας βοήθειας από 44 δισ. € ετησίως επί του παρόντος, σε 82 δισ. € ετησίως. Οι μεγαλύτεροι χορηγοί για αυτήν την προσπάθεια θα είναι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τα οποία θα πρέπει να αυξήσουν την ετήσια υποστήριξή τους από 16 δισ. ευρώ επί του παρόντος, σε 36 δισ. ευρώ ετησίως.
Ακολουθούν η Γερμανία (από 6 δισ. ευρώ επί του παρόντος σε τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ ετησίως), μετά το Ηνωμένο Βασίλειο (από 5 σε 6,5 δισ. ευρώ ετησίως), μετά η Γαλλία (από μόλις 1,5 δισ. ευρώ σε 6 δισ. ευρώ ετησίως), η Ιταλία (από μόλις 0,8 δισ. ευρώ επί του παρόντος σε 4,5 δισ. ευρώ) και η Ισπανία (από μόλις 0,5 δισ. ευρώ το χρόνο σε 3 δις. ευρώ). Όλοι οι υπόλοιποι ευρωπαίοι χορηγοί θα πρέπει να μετακινηθούν από 14 δισ. ευρώ στα 16,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Το αν θα προσφερθούν οικονομικά κίνητρα για αυτού του είδους τις αυξήσεις, μένει να διευκρινιστεί. Ωστόσο, εκτιμάται ότι ούτε η παροχή τέτοιων κινήτρων μπορεί να είναι αρκετή για να πειστούν κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ IISS
Τις τελευταίες ημέρες, διάφορα διεθνή μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των Financial Times, Associated Press, Politico, ανέφεραν την είδηση ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας το 2024 ήταν υψηλότερες από τις συνολικές δαπάνες της υπόλοιπης Ευρώπης. Αυτή η είδηση βασίστηκε σε μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) στις 12 Φεβρουαρίου.
Η μελέτη του IISS ξεκινά με τις ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες το 2024 σε ρούβλια και τις μετατρέπει σε δολάρια με τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες, καταλήγοντας σε δαπάνες 145,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων (6,7% του ΑΕΠ). Δεδομένου ότι οι τιμές στη Ρωσία για τα ίδια προϊόντα είναι χαμηλότερες από τις τιμές στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα 145,9 δισεκατομμύρια δολάρια αξίζουν πολύ περισσότερο στη Ρωσία από ό,τι στις ΗΠΑ όσον αφορά την αγοραστική δύναμη. Για να παρακάμψει αυτό το πρόβλημα, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, το IISS υπολογίζει επίσης τις ρωσικές δαπάνες χρησιμοποιώντας όχι τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αλλά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της «ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης» (PPP), οι οποίες εξισώνουν τις τιμές μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι, το IISS καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για τη Ρωσία σε «ισοτιμία αγοραστικής δύναμης», οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες το 2024 θα έφταναν τα 461,6 δισεκατομμύρια «διεθνή δολάρια», προσθέτοντας ότι αυτό είναι «κοντά στο σύνολο των ευρωπαϊκών δαπανών». Αυτό το ποσό των 461,6 δισεκατομμυρίων συγκρίθηκε από τα μέσα ενημέρωσης με αυτό των συνολικών δαπανών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που υπολογίζεται από το ίδιο IISS σε 457,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Εξ ου και η θέση ότι οι ρωσικές δαπάνες ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις ευρωπαϊκές.
Σύμφωνα με το ιταλικό OCPI, αυτή η σύγκριση περιέχει δύο σφάλματα. Πρώτον, η μελέτη IISS παρουσιάζει δύο ορισμούς των στρατιωτικών δαπανών: Ο πρώτος είναι αυτός του ΝΑΤΟ («αμυντικές δαπάνες» στη μελέτη) και είναι ο ευρύτερος ορισμός. Τα 461,6 δισεκατομμύρια που αναφέρθηκαν παραπάνω για τη Ρωσία αναφέρονται σε αυτόν τον ορισμό. Ο δεύτερος («προϋπολογισμός άμυνας» στη μελέτη) είναι στενότερος: τα 457,3 δισεκατομμύρια ευρωπαϊκά αντιστοιχούν σε αυτόν τον δεύτερο ορισμό.
Ουσιαστικά, τα μέσα ενημέρωσης έχουν συγκρίνει δύο ορισμούς που δεν είναι όμοιοι. Εάν χρησιμοποιούταν ο ορισμός του ΝΑΤΟ και για την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές δαπάνες θα αυξάνονταν στα 493,1 δισεκατομμύρια (1,9% του ΑΕΠ), τριάντα δισεκατομμύρια πάνω από τις ρωσικές δαπάνες.
Το δεύτερο σφάλμα που εμφανίζεται στην ίδια μελέτη IISS: ενώ οι ρωσικές δαπάνες αποτιμώνται σε συναλλαγματικές ισοτιμίες PPP («διεθνή δολάρια»), οι ευρωπαϊκές δαπάνες εκφράζονται σε τρέχοντα δολάρια. Αυτό υποτιμά τις ευρωπαϊκές δαπάνες επειδή το επίπεδο τιμών στην Ευρώπη είναι χαμηλότερο από το επίπεδο των ΗΠΑ κατά σημαντικό ποσό, αν και όχι τόσο σημαντικά όσο στην περίπτωση της Ρωσίας. Επομένως, τα δεδομένα για την Ευρώπη θα πρέπει επίσης να μετατραπούν σε συναλλαγματικές ισοτιμίες PPP. Με αυτόν τον τρόπο, οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες, σύμφωνα με τον ορισμό του ΝΑΤΟ, ανέρχονται σε 730 δισεκατομμύρια «διεθνή δολάρια» το 2024, ή 58% υψηλότερα από τα 462 δισεκατομμύρια που ξόδεψε η Ρωσία.
Επίσης, χρειάζεται μια διευκρίνηση. Στον όρο «Ευρώπη», το IISS περιλαμβάνει όλες τις χώρες της ηπείρου (εκτός από τη Ρωσία), συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων που δεν είναι ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην ΕΕ (Σερβία, Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο και Ελβετία) και επομένως δεν θα απαιτείται να απαντήσουν στρατιωτικά σε μια ρωσική επίθεση. Εξαιρουμένων αυτών των χωρών, οι στρατιωτικές δαπάνες όλων των κρατών μελών είτε της ΕΕ είτε του ΝΑΤΟ (ή και των δύο) και πάλι, με βάση τον ορισμό του ΝΑΤΟ, ανέρχονται σε 719 δισεκατομμύρια διεθνή δολάρια το 2024, 56% περισσότερες από τις ρωσικές δαπάνες.
Μόνο για τις χώρες της ΕΕ (και επομένως εξαιρουμένων, ειδικότερα, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας και της Νορβηγίας), οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 547,5 δισεκατομμύρια διεθνή δολάρια», ίσο με το 1,95% του ΑΕΠ, ακόμη υψηλότερες από τις ρωσικές κατά 18,6%.
Είναι προφανές ότι αυτά τα στοιχεία διογκώνονται σκόπιμα για να δικαιολογήσουν τον επανεξοπλισμό και την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στις ευρωπαϊκές χώρες.
Όλα αυτά δείχνουν ότι επανέρχεται η τάση, διαδεδομένη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, να διογκώνονται οι στρατιωτικές δαπάνες της Μόσχας για να δικαιολογηθούν οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες της Δύσης.
Ωστόσο, αυτό δεν θα γίνει ισομερώς μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ζητούν από την Ευρώπη να δαπανήσει περισσότερα, έως και 5% του ΑΕΠ, όπως η Ουάσιγκτον ξοδεύει 3,3% για την άμυνα. Η κυβέρνηση Τραμπ σκοπεύει να περικόψει τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου κατά 50 δισεκατομμύρια, ή 8% ετησίως από το επόμενο οικονομικό έτος, μειώνοντάς τον από περίπου 900 σε περίπου 600 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.