Η νέα φάση του πολέμου Ισραήλ-Ιράν

Σε πολιτικό επίπεδο, η επίθεση των ΗΠΑ στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, διαμόρφωσε νέα δεδομένα στη Μέση Ανατολή, αλλά από τη πρώτη στιγμή έκρυβε παγίδες.

Η παγίδα στην οποία θα μπορούσε να πέσει μετά τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς η Ουάσιγκτον, ήταν απλή, αλλά ίσως ήταν αποτελεσματική. Εάν το Ιράν είχε απαντήσει με ισχυρές επιθέσεις σε αμερικανικούς στόχους, οι ΗΠΑ θα έπρεπε αυτόματα να εμπλακούν σε περαιτέρω στρατιωτική δράση. Εάν το Ιράν αντιδρούσε νωθρά, ή συμβολικά, η ισραηλινή ηγεσία και οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί σύμμαχοι της θα αύξαναν την πίεση στον Λευκό Οίκο: το ιρανικό καθεστώς πρέπει να εξοντωθεί όσο είναι αδύναμο και να επιτευχθεί η αντικατάστασή του με ένα διαχειρίσιμο. Διαφορετικά, το πρόβλημα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε επιλυθεί. Είναι αμφίβολο εάν ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν σε θέση (και πρόθυμος) να αντισταθεί σε μια τέτοια πίεση.

Ωστόσο, όλα αυτά αποφεύχθηκαν σε αυτή τη φάση.

Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Ο Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε μια νέα σελίδα στην αμερικανική παρουσία στην περιοχή, όπου η Ουάσιγκτον δεν έχει πετύχει τίποτα για πολύ καιρό και, πιθανόν, είναι αμφίβολο θα πετύχει και στη παρούσα φάση.

Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος, στην πραγματικότητα, έχει καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες εγγυητή της επιτυχίας του Τελ Αβίβ. Το Ισραήλ έχει όρια στο τι μπορεί να επιτύχει στρατιωτικά στο Ιράν και η Τεχεράνη φαίνεται να διατηρεί ένα μεγάλο μέρος από τις στρατιωτικές της δυνατότητες ( οι συνολικές στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράν και όχι μόνο το πυρηνικό πρόγραμμα ήταν και είναι ο στόχος των επιθέσεων του Ισραήλ), ικανό να διαμορφώσει ένα πόλεμο φθοράς, με άγνωστο ορίζοντα. Σε αυτή τη φάση της σύγκρουσης, έγινε εμφανής η κλίμακα της επιρροής των ιρανικών πυραύλων στην οικονομία και τη δημογραφία του Ισραήλ.

Με τη σειρά του, το Ιράν έδωσε δείγματα ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Επομένως, η αμερικανική πλευρά θα μπορούσε να βαλτώσει στην περιοχή για να συνεχίσει και να εμβαθύνει την βοήθεια προς το Ισραήλ, σε αυτήν την αντιπαράθεση. Αυτή θα ήταν μια εξέλιξη που θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτικές απειλές για τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ, συνειδητοποιώντας όλους τους κινδύνους, ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση, μπαίνοντας στη λογική: “Χτυπήσαμε, καταστρέψαμε το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ας διαπραγματευτούμε την ειρήνη”. Με τα δεδομένα αυτά, επιβλήθηκε η εκεχειρία στη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν

Αν το Ιράν δεν απαντήσει ή αρνηθεί προτάσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα που θα προέρχονται από τις ΗΠΑ, ο Λευκός Οίκος, έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να συνεχίσει τη στρατιωτική επέμβαση στη περιοχή. Η δεύτερη είναι να ακολουθήσει τη γραμμή: “Κάναμε ό,τι μπορούσαμε και εγκαταλείπουμε την κατάσταση”. Η τελευταία θα πλήξει τη φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών και θα είναι καταστροφή για το Ισραήλ.

Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ 2017

Οι πανηγυρισμοί του Ντόναλντ Τραμπ και στη συνέχεια του Μπέντζαμιν Νετανιάχου αμέσως μετά τις αμερικανικές αεροπορικές και πυραυλικές επιθέσεις, δημιούργησαν ένα κλίμα καχυποψίας από τη πρώτη στιγμή. Ιδίως, πριν γίνει δυνατόν να πραγματοποιηθεί μια ακριβής αξιολόγηση των ζημιών που προκλήθηκαν στα καταφύγια του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Για τη πλειοψηφία των ειδικών, αλλά και των διεθνών μέσων ενημέρωσης υπερισχύουν οι αμφιβολίες για το αν οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί έχουν καταστρέψει τη πυρηνική υποδομή του Ιράν.

Με τις τελευταίες εξελίξεις που οδήγησαν στην εκεχειρία, οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί φαίνεται ότι ήταν μια επιχείρηση δημιουργίας σύγχυσης, παρόμοια με αυτήν που πραγματοποίησε στη Συρία στις 7 Απριλίου 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας και η οποία παρέμεινε η μόνη πράξη πολέμου της πρώτης του προεδρίας.

Υπό την πίεση να απαντήσει σε μια χημική επίθεση που σκότωσε αμάχους στο Χαν Σεϊχούν, για την οποία η Δύση είχε κατηγορήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις του Μπασάρ Άσαντ χωρίς αξιόπιστα στοιχεία, ο Τραμπ διέταξε την εκτόξευση 59 πυραύλων κρουζ Τόμαχοκ από δύο αντιτορπιλικά του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ στη συριακή αεροπορική βάση στο Σαγιαράτ, η οποία φέρεται να είχε εκκενωθεί από συριακό προσωπικό και είχε μείνει μόνο με παλιά, μη λειτουργικά αεροσκάφη Σουκόι.

Ακόμα και εκείνη την εποχή, ορισμένες πηγές ανέφεραν ανώνυμα ότι ο Τραμπ είχε διαρρεύσει το τιμωρητικό χτύπημα στον Βλαντιμίρ Πούτιν (η Ρωσία είχε αρκετές στρατιωτικές βάσεις στη Συρία), ο οποίος με τη σειρά του είχε ενημερώσει τον Άσαντ. Η «τιμωρία» του συριακού καθεστώτος εφαρμόστηκε και γιορτάστηκε με ευρεία κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά χωρίς πραγματικές συνέπειες.

Σύμφωνα με ρωσικές στρατιωτικές πηγές, από τους 59 πυραύλους που εκτόξευσαν τα δύο αμερικανικά πλοία, μόνο 23 έπληξαν τον στόχο (δηλαδή την εγκαταλελειμμένη αεροπορική βάση) λόγω των ρωσικών αντιμέτρων και της αντιπυραυλικής άμυνας.

Το συριακό προηγούμενο του 2017 παραμένει μια κλασική περίπτωση (μεταμοντέρνας) πολιτικής τακτικής κίνησης. Η εντύπωση ότι η νύχτα των αμερικανικών βομβαρδισμών στο Ιράν, ήταν ένα μεγαλύτερο αντίγραφο ίδιας λογικής, επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις που ακολούθησαν.

Για παράδειγμα, οι αμερικανικές επιθέσεις με βόμβες και πυραύλους δεν ξεκίνησαν από αμερικανικές βάσεις στον Περσικό Κόλπο και τη Μέση Ανατολή (ούτε από αυτές στην Ιταλία) που φιλοξενούν 40 χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες και βρίσκονται σε αραβικά κράτη που έχουν όλα κρίνει αρνητικά την επίθεση της Ουάσιγκτον στο Ιράν. Χρησιμοποιήθηκαν αεροσκάφη που ξεκίνησαν και επέστρεψαν στις ΗΠΑ, με εναέριους ανεφοδιασμούς και χωρίς να προσγειωθούν σε κανένα αεροδρόμιο.

Οι Ιρανοί είχαν απειλήσει να χτυπήσουν τις βάσεις που θα χρησιμοποιούνταν για επιθέσεις εναντίον τους, αλλά η μόνη αποτελεσματική στρατιωτική απάντηση ήταν νέες εκτοξεύσεις βαλλιστικών πυραύλων που έπληξαν με επιτυχία το Ισραήλ. Το πλήγμα του Ιράν-το οποίο συνεννοήθηκε με τη Μόσχα και είχε την έμπρακτη στήριξη του Πεκίνου- στην αμερικανική βάση στο Κατάρ, ήταν συμβολικής σημασίας και έγινε κατόπιν προειδοποίησης.

Η ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΕΣΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ

Η εκεχειρία που υιοθετήθηκε, έκανε ακόμη πιο προφανές ότι οι αμερικανικές επιδρομές ήταν μια διέξοδος από τη σύγκρουση, όχι μια κλιμάκωση.

Η εκεχειρία, που τέθηκε σε ισχύ μετά από έναν 12ήμερο πόλεμο, ήταν μια διπλωματική προσπάθεια υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, με τον Ντόναλντ Τραμπ να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανακοίνωσή της. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, ο Τραμπ συνεχάρη τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν για την “αντοχή, το θάρρος και την ευφυΐα” τους που τερμάτισαν αυτό που ονόμασε “12ήμερο Πόλεμο”. Η εκεχειρία δομήθηκε ώστε να ξεκινήσει με την Τεχεράνη να σταματά τις στρατιωτικές της ενέργειες, ακολουθούμενη από το Τελ Αβίβ. Αυτή η ακολουθία ήταν κρίσιμη, καθώς αντικατόπτριζε την ευαίσθητη ισορροπία δυνάμεων και την αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των δύο κρατών. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου εξέφρασε ευγνωμοσύνη στον Τραμπ για την υποστήριξη της άμυνας του Ισραήλ και ισχυρίστηκε ότι η επιχείρηση εξάλειψε επιτυχώς την πυρηνική απειλή του Ιράν. Αντιθέτως, ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν Αμπάς Αραγκτσί τόνισε ότι η σύγκρουση ξεκίνησε από την «παράνομη επιθετικότητα» του Ισραήλ, συμφωνώντας να σταματήσει τις επιθέσεις μόνο εάν το Ισραήλ ανταποκριθεί έως την καθορισμένη προθεσμία.

Η ευθραυστότητα της εκεχειρίας ήταν εμφανής από νωρίς, με τον υπουργό Άμυνας του Ισραήλ, Ισραήλ Κατζ να κατηγορεί το Ιράν για παραβίαση της συμφωνίας, προκαλώντας προετοιμασίες για αντίποινα. Το Ιράν, ωστόσο, αρνήθηκε αυτές τις κατηγορίες, δείχνοντας τις επίμονες εντάσεις που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη. Η εμπλοκή τρίτων μερών, όπως ο πρωθυπουργός του Κατάρ Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν αλ-Θανί και ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ Στιβ Γουίτκοφ, ήταν καθοριστική για την οριστικοποίηση των όρων, ωστόσο η αρχική άρνηση του Ιράν να διαπραγματευτεί πριν από την επίθεση σε αμερικανικούς στόχους, όπως η αεροπορική βάση Αλ Ουντέιντ στο Κατάρ, υπογράμμισε την πολυπλοκότητα της διπλωματικής διαδικασίας. Αυτή η προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ και η επακόλουθη παύση των επιθέσεων σε αμερικανικούς στόχους υποδηλώνουν μια υπολογισμένη προσέγγιση από την Τεχεράνη για να επιβεβαιώσει τη θέση της αποφεύγοντας ευρύτερη κλιμάκωση.

Η εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων, όπως το Κατάρ και οι ΗΠΑ, υπογραμμίζει τη πολύπλοκη φύση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Ο ρόλος της μεσολάβησης του Κατάρ, που διευκολύνθηκε από τα διπλωματικά του κανάλια με το Ιράν, υπογραμμίζει τη σημασία των περιφερειακών παικτών στην επίλυση συγκρούσεων. Η ικανότητα των ΗΠΑ να μεσολαβήσουν για την εκεχειρία, παρά την αρχική επίθεση τους στο Ιράν, καταδεικνύει την διαρκή επιρροή τους, ακόμη και καθώς επιδιώκουν να αποφύγουν βαθύτερη εμπλοκή.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Αν ο σκοπός αυτού του πολέμου χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: την ανατροπή του καθεστώτος, την αλλαγή της στρατηγικής κατάστασης και τη συστηματική στέρηση στρατιωτικών δυνατοτήτων, τότε η κοινή επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στο Ιράν ανήκει σαφώς στην τρίτη κατηγορία. Δεν πρόκειται για μια ολοκληρωμένη συντριβή όπως ο πόλεμος του Ιράκ, ούτε για μια επέμβαση και ανοικοδόμηση όπως ο πόλεμος του Αφγανιστάν, ούτε για τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, ο οποίος βασίστηκε στον επίγειο ανταγωνισμό από την αρχή.

Υπάρχουν τέσσερα βασικά συμπεράσματα που πιθανότατα θα επηρεάσουν τις μελλοντικές στρατιωτικές στρατηγικές στην περιοχή και όχι μόνο.

Πρώτον, η σύγκρουση υπογράμμισε τον κεντρικό ρόλο των επιθετικών drones και των βαλλιστικών πυραύλων στον σύγχρονο πόλεμο. Αυτές οι τεχνολογίες επιτρέπουν ακριβείς, μακράς εμβέλειας επιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές, προσφέροντας έναν οικονομικά αποδοτικό τρόπο προβολής ισχύος χωρίς τη δέσμευση χερσαίων δυνάμεων. Η εξάρτηση του Ισραήλ από αεροπορικές επιχειρήσεις, που περιγράφεται από τους ειδικούς ως «αστραπιαίος πόλεμος», εμφάνισε τακτικές επιτυχίες αλλά απέτυχε να δημιουργήσει αποφασιστικά στρατηγικά αποτελέσματα, υπογραμμίζοντας τους περιορισμούς των αεροκεντρικών εκστρατειών έναντι ενός ανθεκτικού αντιπάλου, όπως το Ιράν.

Δεύτερον, ο πόλεμος επανεπιβεβαίωσε τη σημασία ισχυρών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας. Τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν κατέδειξαν την ανάγκη για προηγμένα αμυντικά συστήματα για την αντιμετώπιση επιθέσεων με πυραύλους και drones, που έχουν γίνει κεντρικές στον επιχειρησιακό-στρατηγικό αντίκτυπο. Η ικανότητα του Ιράν να αντέξει την αεροπορική εκστρατεία του Ισραήλ υποδηλώνει έναν βαθμό ετοιμότητας που μπορεί να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις, ενώ οι αμυντικές δυνατότητες του Ισραήλ, που ενισχύονται από την υποστήριξη των ΗΠΑ, μετρίασαν τον αντίκτυπο των ανταποδοτικών επιθέσεων του Ιράν.

Τρίτον, η σύγκρουση ανέδειξε την ανάγκη προετοιμασίας για παρατεταμένες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις. Σε αντίθεση με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, όπου το Ισραήλ πέτυχε ταχείες και αποφασιστικές νίκες, η 12ήμερη σύγκρουση αποκάλυψε τις προκλήσεις των παρατεταμένων επιχειρήσεων εναντίον ενός αποφασισμένου αντιπάλου. Οι κινήσεις και των δύο πλευρών υποδηλώνουν ότι αναγνώρισαν το κόστος ενός παρατεταμένου πολέμου, και μάλιστα, ενός πολέμου φθοράς, επηρεάζοντας την προθυμία τους να αποδεχθούν την εκεχειρία. Αυτή η μετάβαση από σύντομες, αποφασιστικές συγκρούσεις σε παρατεταμένες συρράξεις, πιθανότατα θα διαμορφώσει τον στρατιωτικό σχεδιασμό στην περιοχή, δίνοντας έμφαση στην αντοχή και την ανθεκτικότητα. Αν αυτή η προοπτική συνδυαστεί και με τη τροπή που έχει πάρει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ένας εμφανής πόλεμος φθοράς, τότε τα μαθήματα αυτά, αφορούν όλες τις χώρες.

Τέταρτον, η σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν έχει επίσης αναδείξει τον ρόλο του πληροφοριακού πολέμου στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Μπορούμε να περιγράψουμε τους ισχυρισμούς νίκης και από τις δύο πλευρές ως πληροφοριακό όπλο, σχεδιασμένο για να κατευνάσει τα εσωτερικά ακροατήρια ( αποστολή μηνυμάτων, διαχείριση αντιλήψεων και επίτευξη συγκεκριμένων στρατιωτικών στόχων). Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν καταστράφηκε, ενώ το Ιράν παρουσιάζει τον εαυτό του ως ηθικό νικητή, έχοντας αντέξει την επιθετικότητα από ισχυρούς αντιπάλους. Αυτή η αφηγηματική αντιπαράθεση αντικατοπτρίζει την ευρύτερη αντιπαράθεση για νομιμοποίηση και επιρροή στην περιοχή, όπου η κοινή γνώμη μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την πολιτική σταθερότητα.

Η ανθεκτικότητα του Ιράν έναντι ενός ισχυρού αντιπάλου όπως το Ισραήλ ενισχύει τη θέση του στην περιοχή, ενώ ο ισχυρισμός του Ισραήλ για εξουδετέρωση της πυρηνικής απειλής εξυπηρετεί εσωτερικά και διεθνή ακροατήρια. Οι ΗΠΑ, που επιθυμούν να αποφύγουν την εμπλοκή σε έναν παρατεταμένο πόλεμο, επωφελούνται από την εμφάνιση τους ως ειρηνοποιού, ακόμα και με τη χρήση στρατηγικών βομβαρδισμών.

Αν και τα χτυπήματα ΗΠΑ-Ισραήλ αυτή τη φορά άγγιξαν τους σημαντικούς κόμβους του καθεστώτος, δεν κατάφεραν να προκαλέσουν μια συστημική κατάρρευση. Ο στρατηγικός στόχος φαίνεται πως είναι να καταστεί το Ιράν μια χώρα με ισχύ αλλά χωρίς ικανότητες, καθιστώντας το καθεστώς του σταδιακά να περιέρχεται σε κατάσταση χρόνιας δυσλειτουργίας.

Ωστόσο, τα μαθήματα που αντλήθηκαν από τον 12ήμερο πόλεμο μπορεί να αποτρέψουν μια άμεση επιθετικότητα. Η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα των drones και των πυραύλων, σε συνδυασμό με την ανάγκη για ισχυρές αντιαεροπορικές άμυνες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν περιφερειακό αγώνα εξοπλισμών, με τις δύο πλευρές να επενδύουν σε προηγμένες τεχνολογίες. Η αναγνώριση του κόστους του παρατεταμένου πολέμου, μπορεί επίσης να ενθαρρύνει τη συγκράτηση, καθώς τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν αντιμετωπίζουν τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες μιας παρατεταμένης εμπόλεμης κατάστασης.

Αυτές οι στρατιωτικές εξελίξεις υποδηλώνουν μια αλλαγή στη δυναμική των πολέμων της Μέσης Ανατολής, όπου τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα από τις συμβατικές στρατιωτικές ικανότητες μπορεί να είναι λιγότερο αποφασιστικά από ό,τι προηγουμένως θεωρούνταν. Αυτή η εκτίμηση υπονοεί ότι οι μελλοντικές συρράξεις στην περιοχή πιθανόν να είναι πιο παρατεταμένες και δαπανηρές, καθιστώντας ενδεχομένως τις διπλωματικές λύσεις πιο ελκυστικές για όλα τα μέρη.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Η εκεχειρία έχει ρίξει σκιά στις προοπτικές για μια πυρηνική συμφωνία μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης, που προς το παρόν, εμφανίζει μηδενικές πιθανότητες. Το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), που προηγουμένως αποτελούσε πλαίσιο για τη ρύθμιση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, είναι απίθανο να αναβιώσει στην αρχική του μορφή. Το Ιράν μπορεί να απαιτήσει παραχωρήσεις, όπως την ικανότητα εμπλουτισμού ουρανίου σε επίπεδα που προσεγγίζουν αυτά που είναι απαραίτητα για ένα πυρηνικό όπλο (περίπου 70%), κάτι που θα αποτελούσε σημαντική απόκλιση από τους περιορισμούς του JCPOA. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ενδεχομένως είναι ανοιχτές σε διαπραγματεύσεις, πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να ελέγξουν την πρόοδο μέσω παρατεταμένων διπλωματικών ελιγμών και προσφορών προς τη Τεχεράνη. Το Ισραήλ, εν τω μεταξύ, θα συνεχίσει να παρουσιάζει το Ιράν ως διαρκή απειλή, περιπλέκοντας περαιτέρω το διπλωματικό τοπίο.

Η απουσία επαληθεύσιμων αποδείξεων σχετικά με την καταστροφή του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν προσθέτει στην αβεβαιότητα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) δεν διαθέτει πληροφορίες για σημαντικά αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου ή την κατάσταση των υπόγειων πυρηνικών συγκροτημάτων. Αυτή η ασάφεια επιτρέπει τόσο στο Ισραήλ όσο και στις ΗΠΑ να ισχυρίζονται επιτυχία στην εξουδετέρωση των πυρηνικών δυνατοτήτων του Ιράν, ενώ το Ιράν ισχυρίζεται ότι το πρόγραμμά του παραμένει ανέπαφο. Η έλλειψη διαφάνειας τροφοδοτεί την αμοιβαία καχυποψία, καθιστώντας μια ολοκληρωμένη συμφωνία απρόσιτη.

Ωστόσο, η εκεχειρία μπορεί να εγκαινιάσει μια περίοδο σχετικής σταθερότητας, με τις συζητήσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν πιθανότατα να επικεντρωθούν στη διαφάνεια, την επαλήθευση και τον έλεγχο, με τη συμμετοχή του IAEA και άλλων θεσμών. Αυτές οι διαπραγματεύσεις, αν και παρατεταμένες, θα μπορούσαν να αποτρέψουν άμεσες κλιμακώσεις αλλά είναι μάλλον απίθανο να αποφέρουν μια σημαντική πρόοδο στο εγγύς μέλλον.

Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΕΙΣ

Ενώ η εκεχειρία προσφέρει μια προσωρινή ανάπαυλα, η δυνατότητα για μελλοντικές κλιμακώσεις παραμένει υψηλή. Η όποια πρόβλεψη για νέους γύρους συγκρούσεων, έχει τις ρίζες της στα ανεπίλυτα ζητήματα που περιβάλλουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και τις ανησυχίες του Ισραήλ για την ασφάλεια. Οι αμοιβαίες κατηγορίες για παραβιάσεις της εκεχειρίας, όπως φαίνεται στις αξιώσεις του Ισραήλ κατά του Ιράν, δείχνουν ότι δεν υπάρχει και δύσκολα θα υπάρξει, οποιαδήποτε εμπιστοσύνη. Η απαίτηση του Ιράν για μεγαλύτερη αυτονομία στις πυρηνικές του δραστηριότητες και η επιμονή του Ισραήλ να παρουσιάζει το Ιράν ως απειλή υποδηλώνουν ότι οι διπλωματικές προσπάθειες θα αντιμετωπίσουν σημαντικά εμπόδια.

Τώρα οι βασικοί εμπλεκόμενοι στη σύγκρουση, το Ισραήλ και το Ιράν, θα προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο με νέα δεδομένα, αφού η κάθε πλευρά αξιολογήσει τα πεπραγμένα και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.

Ωστόσο, το Ισραήλ δεν είναι απόλυτα ευχαριστημένο με την εκεχειρία, επειδή το Τελ Αβίβ δεν έχει επιτύχει τους δηλωμένους στόχους του και, επιπλέον δεν φαίνεται να έχει επιτύχει μια αδιαμφησβήτητη νίκη, στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Αυτή η κατάσταση έχει επιδεινώσει για άλλη μια φορά τις διαφορές μεταξύ Νετανιάχου και Τραμπ. Ο πρώτος θέλει να συνεχίσει την επιχείρηση κατά του Ιράν, ενώ ο δεύτερος είναι εναντίον της.

Από τη πλευρά του, ο Λευκός Οίκος πιστεύει ότι έχει πετύχει όλα όσα σχεδίαζε. Επιπλέον, η αμερικανική πλευρά έχει δείξει στον κόσμο τις δυνατότητες των βομβαρδιστικών B-2 και τη δύναμη τους. Αλλά ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για έναν πόλεμο κατά του Ιράν. Ως εκ τούτου, προσπαθεί να επιβάλλει αυτή την αντίληψη στο Τελ Αβίβ. Με τη σειρά του, το Ισραήλ δεν θα μπορέσει να διορθώσει την κατάσταση χτυπώντας ξανά το Ιράν. Ο Νετανιάχου έχει ουσιαστικά πέσει σε μια παγίδα, από την οποία θα πρέπει να απεγκλωβιστεί, χωρίς να υπάρχει ορατή διέξοδος.

Προς το παρόν, ο κάθε συμμετέχων μπορεί να ανακηρύξει μια μεγάλη νίκη, κάτι που ήδη γίνεται. Το Ιράν έχει αντισταθεί στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ. Το Ισραήλ έχει επιλύσει το ζήτημα με την Τεχεράνη, η οποία υποτίθεται ότι δεν έχει πλέον πυρηνικά προγράμματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εγκαθιδρύσει την πολυαναμενόμενη ειρήνη σε όλη τη Μέση Ανατολή».

Ωστόσο, υπάρχουν και οι αναγνώσεις που θεωρούν ότι με βάση τα αποτελέσματα του 12ήμερου πολέμου, όλοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ηττημένοι. Το Ιράν και το Ισραήλ έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημιές και καταστροφές υποδομών. Για τις ΗΠΑ, η κατάσταση περιπλέκεται από εσωτερικές διαιρέσεις. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο οδήγησε τον Τραμπ στη νίκη, αντιμετωπίζει εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Ενώ διαφαίνεται ότι έχει γίνει πιο δύσκολο για τον Λευκό Οίκο, να ολοκληρώσει μια σημαντική συμφωνία στη Μέση Ανατολή, από ό,τι ήταν πριν από τις επιθέσεις στο Ιράν.

Γενικά, ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται ότι έκανε μια επέμβαση που αφήνει ανοικτά πολλά ενδεχόμενα. Η Ρωσία, ήδη αξιολογεί πώς μπορεί να το χρησιμοποιήσει αυτή την εξέλιξη για να ενισχύσει τη θέση της στη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα είχε ήδη υποβάλει τις προτάσεις της για την διευθέτηση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή σε εμπιστευτικές επαφές με την Ουάσινγκτον, την Τεχεράνη και το Τελ Αβίβ.

Η Κίνα, η οποία έχει ενεργειακά, οικονομικά και αμυντικά έργα με το Ιράν, αξιολογεί επίσης την κατάσταση. Το Πεκίνο, θα περιμένει την αντίδραση της Τεχεράνης μετά την εκεχειρία και μπορεί να παρεμβαίνει για να επηρεάζει την ένταση και τη κατεύθυνση αυτής της αντίδρασης, όσο χρειαστεί.

Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις είναι παρούσες στο πόλεμο Ισραήλ-Ιράν και προγραμματίζουν τις επόμενες κινήσεις τους. Το ζητούμενο για αυτές είναι, όπως έχει δείξει η ιστορία, να αποφεύγουν τα λάθη και τις παγίδες που γεννούν οι πόλεμοι της Μέσης Ανατολής. Καθώς επίσης και να διατηρούν τη σύγκρουση μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια για να μη δημιουργηθεί μια γενικότερη αποσταθεροποίηση.

Βαγγέλης Χωραφάς
+ posts