Η βιομηχανία της πολυτελούς μόδας, έχει από καιρό τεθεί υπό εξονυχιστικό έλεγχο για τις εργασιακές της πρακτικές. Μια πρόσφατη υπόθεση που αφορά την Loro Piana, μια ιταλική μάρκα πολυτέλειας που ανήκει κατά 80% στην LVMH, έφερε αυτά τα ζητήματα στην επικαιρότητα.
Πριν από λίγες ημέρες, ένα ιταλικό δικαστήριο έθεσε την Loro Piana υπό καθεστώς επιτήρησης για ένα έτος, λόγω κατηγοριών για «υπερβολική» εκμετάλλευση εργαζομένων, κυρίως Κινέζων, υπό συνθήκες που κρίθηκαν απαράδεκτες. Αυτή η υπόθεση δεν είναι μεμονωμένη, αλλά μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου εργασιακών παραβιάσεων στις αλυσίδες υπεργολαβιών της βιομηχανίας πολυτελούς μόδας, εγείροντας κρίσιμα ερωτήματα για την ευθύνη, την εποπτεία και το πραγματικό κόστος των προϊόντων πολυτελείας.
Σύμφωνα με την έρευνα της εισαγγελίας του Μιλάνου, υπό την ηγεσία του Πάολο Στοράρι, η Loro Piana φέρεται να ανέθεσε την παραγωγή των ενδυμάτων της σε υπεργολάβους, οι οποίοι με τη σειρά τους εμπλέκονταν σε μια αλυσίδα υπεργολαβιών που κατέληγε σε εργαστήρια-γαλέρες που απασχολούσαν Κινέζους υπηκόους. Το δικαστήριο ανέδειξε μια συστημική αποτυχία στην εποπτεία της Loro Piana, περιγράφοντας ένα «σύστημα οργανωμένο για τη μείωση του κόστους και τη μεγιστοποίηση των κερδών» σε βάρος ευάλωτων εργαζομένων. Αυτό το σύστημα, όπως υποστήριξαν οι δικαστές, βασιζόταν στην εκμετάλλευση επισφαλούς εργασίας, με εργαζομένους να υπομένουν εργάσιμες ημέρες έως και 13 ωρών χωρίς διαλείμματα, σε ανθυγιεινούς κοιτώνες, χωρίς εξοπλισμό ασφαλείας ή ιατρική εποπτεία.
Η αλυσίδα υπεργολαβιών περιλάμβανε την Evergreen Fashion Group, μια εταιρεία χωρίς δικές της παραγωγικές μονάδες, η οποία ανέθεσε την παραγωγή στην Sor-Man. Η Sor-Man, με τη σειρά της, βασιζόταν σε δύο εργαστήρια που λειτουργούσαν από την Clover Moda στο Μπαραντσάτε και την Dai Meiying στο Σενάγκο. Αυτά τα εργαστήρια απασχολούσαν αδήλωτους Κινέζους εργαζομένους υπό εκμεταλλευτικές συνθήκες. Αν και η Loro Piana δεν έχει διωχθεί ποινικά, το δικαστήριο επέκρινε την «γενική έλλειψη οργανωτικών διαδικασιών» και τις «τυπικές» εσωτερικές επιθεωρήσεις, που απέτυχαν να εξασφαλίσουν ηθικές πρακτικές σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού της. Αυτή η έλλειψη εποπτείας, όπως σημείωσαν οι δικαστές, «ευνοούσε δομικά» την εκμετάλλευση, επιτρέποντας την παραγωγή ενδυμάτων κασμίρ για περίπου 100 ευρώ το καθένα, τα οποία στη συνέχεια πωλούνταν στα καταστήματα της Loro Piana για 1.000 έως 3.000 ευρώ—δηλαδή, έως και 30 φορές περισσότερο.
Αυτή η υπόθεση είναι χαρακτηριστική ευρύτερων προβλημάτων στη βιομηχανία πολυτελούς μόδας. Η Loro Piana δεν είναι μόνη. Άλλες μάρκες της LVMH, όπως οι Valentino, Dior και Armani, καθώς και η Alviero Martini, έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες αγωγές, τους τελευταίους μήνες. Η εξάρτηση του κλάδου της πολυτέλειας από πολύπλοκα δίκτυα υπεργολαβιών, συχνά αποκρύπτει την ευθύνη, επιτρέποντας στις μάρκες να αποστασιοποιούνται από τις εργασιακές συνθήκες στις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Αυτή η πρακτική είναι ιδιαίτερα ανησυχητική δεδομένων των τεράστιων κερδών της βιομηχανίας—η Loro Piana από μόνη της παράγει ετήσιο τζίρο 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ με πάνω από 2.300 υπαλλήλους. Η έντονη αντίθεση μεταξύ της πολυτελούς εικόνας της μάρκας και της εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζει την παραγωγή της, εγείρει ηθικά και οικονομικά ερωτήματα για την πραγματική αξία των προϊόντων πολυτέλειας.
Η δικαστική επιτήρηση που επιβλήθηκε στην Loro Piana είναι ένα σπάνιο, αλλά συμβολικό μέτρο. Για ένα έτος, επιτηρητές που διορίστηκαν από το δικαστήριο θα επιβλέπουν τις λειτουργίες της εταιρείας, εξασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τους εργασιακούς νόμους και αναμορφώνοντας τις πρακτικές των υπεργολαβιών της. Αυτή η παρέμβαση στοχεύει στην αντιμετώπιση των συστημικών προβλημάτων που επέτρεψαν την εκμετάλλευση να συνεχιστεί, αλλά υπογραμμίζει επίσης τις προκλήσεις της ρύθμισης των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Η βιομηχανία πολυτέλειας λειτουργεί πέρα από σύνορα, συχνά προμηθεύοντας εργασία από οικονομικά μειονεκτούσες περιοχές του Παγκόσμιου Νότου, όπου οι εργαζόμενοι είναι ευάλωτοι στην εκμετάλλευση. Στην περίπτωση της Loro Piana, η χρήση Κινέζων εργαζομένων στην Ιταλία υπογραμμίζει την παγκόσμια φύση αυτών των ζητημάτων, καθώς οι μετανάστες εργαζόμενοι συχνά αντιμετωπίζουν επιπρόσθετα εμπόδια στην δίκαιη μεταχείριση, όπως γλωσσικά εμπόδια και έλλειψη νομικής προστασίας.
Το ευρύτερο πλαίσιο της εργασιακής εκμετάλλευσης στη μόδα πολυτελείας αποκαλύπτει ένα ανησυχητικό μοτίβο. Μια έκθεση του 2023 από την Clean Clothes Campaign ανέδειξε ότι πολλές μάρκες πολυτέλειας βασίζονται σε υπεργολάβους σε χώρες με χαλαρούς εργασιακούς κανονισμούς, όπου οι εργαζόμενοι κερδίζουν λιγότερα από βιώσιμους μισθούς και αντιμετωπίζουν μη ασφαλείς συνθήκες.
Στην Ιταλία, έναν κόμβο για την παραγωγή πολυτελών ειδών, έρευνες έχουν αποκαλύψει παρόμοιες πρακτικές σε περιοχές όπως η Τοσκάνη και η Λομβαρδία, όπου μικρά εργαστήρια συχνά απασχολούν αδήλωτους εργαζομένους με ελάχιστο κόστος. Αυτά τα ευρήματα αμφισβητούν το αφήγημα του «Made in Italy» ως εγγύηση ποιότητας και ηθικής παραγωγής, αποκαλύπτοντας μια εξάρτηση από φθηνή εργασία για τη διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους.
Η LVMH, ως μητρική εταιρεία της Loro Piana, φέρει σημαντική ευθύνη για αυτές τις αποτυχίες. Με ένα χαρτοφυλάκιο που περιλαμβάνει πάνω από 75 μάρκες πολυτέλειας και μια αγοραία αποτίμηση που ξεπερνά τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, η LVMH έχει τους πόρους να δημιουργήσει ισχυρούς μηχανισμούς εποπτείας. Ωστόσο, η επανάληψη εργασιακών σκανδάλων στις μάρκες της υποδηλώνει μια προτεραιότητα στα κέρδη έναντι της ζωής των εργαζόμενων. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η LVMH και παρόμοια συγκροτήματα δεν πωλούν μόνο προϊόντα, αλλά μάρκες— προσεκτικά σχεδιασμένες εικόνες αποκλειστικότητας που αποκρύπτουν το ανθρώπινο κόστος της παραγωγής τους. Το κασμιρένιο πουλόβερ των 1.000 ευρώ, που προωθείται ως η κορυφή της δεξιοτεχνίας, αποκαλύπτεται ότι είναι προϊόν εκμετάλλευσης, κατασκευασμένο για ένα κλάσμα της λιανικής του τιμής.
Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων απαιτεί συστημική αλλαγή. Αλλά επειδή το καπιταλιστικό σύστημα δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, τουλάχιστον πρέπει να προωθηθούν κάποιες μεταρρυθμίσεις.
Οι μάρκες ειδών πολυτελείας πρέπει να επενδύσουν σε διαφανείς αλυσίδες εφοδιασμού, διεξάγοντας τακτικούς και ανεξάρτητους ελέγχους για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα εργασιακά πρότυπα. Πρωτοβουλίες όπως ο Δείκτης Διαφάνειας της Μόδας, που δημοσιεύεται από το Fashion Revolution, κατατάσσουν τις μάρκες με βάση τη διαφάνεια της αλυσίδας εφοδιασμού τους, αλλά ακόμη και οι κορυφαίοι συχνά υστερούν στην εξασφάλιση δίκαιων μισθών και ασφαλών συνθηκών. Οι κυβερνήσεις, επίσης, έχουν ρόλο να διαδραματίσουν. Η απόφαση της Ιταλίας να θέσει την Loro Piana υπό επιτήρηση δημιουργεί ένα προηγούμενο, αλλά απαιτούνται ισχυρότεροι κανονισμοί και ποινές για τη μη συμμόρφωση για την αποτροπή της εκμετάλλευσης. Οι καταναλωτές, εν τω μεταξύ, μπορούν να ενθαρρύνουν την αλλαγή απαιτώντας μεγαλύτερη λογοδοσία και υποστηρίζοντας μάρκες που δίνουν προτεραιότητα σε ορθές πρακτικές.
Η υπόθεση της Loro Piana αποτελεί μια έντονη υπενθύμιση ότι η γοητεία της πολυτέλειας έχει ένα κόστος. Πίσω από τις γυαλιστερές βιτρίνες και τις υψηλές τιμές κρύβεται ένα σύστημα που συχνά εκμεταλλεύεται τους πιο ευάλωτους μέσα από τις σκληρότερες καπιταλιστικές πρακτικές.