Η έννοια της «ειρήνης χωρίς νίκη», όπως διατυπώθηκε από τον πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον στην ομιλία του προς τη Γερουσία των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1917, αποτελεί ένα ιδεαλιστικό όραμα για την επίλυση συγκρούσεων χωρίς την επιβολή όρων από τον νικητή. Η πρόταση του Ουίλσον είχε σκοπό να τερματίσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την προώθηση μιας ειρήνης που θα απέφευγε την οργή και την αστάθεια που ενυπάρχουν σε τιμωρητικούς διακανονισμούς. Υπάρχει όμως και μια συνάφεια με τις σύγχρονες συγκρούσεις, ιδιαίτερα τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Μέσα από την παράθεση παραλληλισμών μεταξύ της προσέγγισης του Γουίλσον και των σύγχρονων διπλωματικών προσπαθειών, ιδίως αυτών που συνδέονται με τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ για την Ουκρανία, μπορούμε να διακρίνουμε επαναλαμβανόμενα θέματα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική: την επιδίωξη της ηγεμονικής επιρροής, την ένταση μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλπολιτίκ και τη δυσχερή θέση των κρατών που εξαρτώνται από την αμερικανική υποστήριξη.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούσαν σημαντική οικονομική επιρροή κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, παρά την αρχική τους ουδετερότητα. Ενώ δεν παρείχαν στρατεύματα ή πολεμοφόδια τα πρώτα τρία χρόνια του πολέμου (1914–1916), η Αμερική υπήρξε κρίσιμος προμηθευτής πρώτων υλών και τροφίμων στις δυνάμεις της Αντάντ—Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία. Αυτές οι προμήθειες χρηματοδοτούνταν μέσω σημαντικών εμπορικών δανείων που οργανώνονταν από τη Γουόλ Στριτ, με την J.P. Morgan να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση τόσο της χρηματοδότησης, όσο και της εφοδιαστικής αλυσίδας. Μέχρι το 1916, η Αντάντ εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τους αμερικανικούς πόρους, αλλά η οικονομική πίεση του πολέμου ήταν εμφανής στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η Μάχη του Σομ το 1916 είχε εξαντλήσει τη Βρετανία και τη Γαλλία, και οι Αμερικανοί χρηματοδότες, ανήσυχοι για την υπερβολική έκθεσή τους, έγιναν πιο επιφυλακτικοί για την παροχή περαιτέρω πίστωσης. Τον Νοέμβριο του 1916, υπό τις οδηγίες του Προέδρου Ουίλσον, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ εξέδωσε προειδοποίηση κατά της περαιτέρω χρηματοδότησης του πολέμου, σηματοδοτώντας μια πιθανή αλλαγή στην οικονομική υποστήριξη της Αμερικής.
Ο Ουίλσον, εκλεγμένος το 1916 με την εντολή να κρατήσει την Αμερική εκτός πολέμου, είδε μια ευκαιρία να αξιοποιήσει αυτή την οικονομική επιρροή για να μεσολαβήσει για μια ειρήνη που θα αναδείκνυε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως παγκόσμιο ηγέτη. Η ομιλία του για την «Ειρήνη Χωρίς Νίκη» τον Ιανουάριο του 1917 προς τη Γερουσία, περιέγραψε ένα όραμα για έναν διαπραγματευμένο διακανονισμό που θα απέφευγε την ανταμοιβή της επιθετικότητας ή την επιβολή σκληρών όρων σε οποιονδήποτε εμπλεκόμενο στον πόλεμο. Ο Ουίλσον υποστήριξε ότι μια ειρήνη των νικητών θα γεννούσε δυσαρέσκεια, δημιουργώντας το έδαφος για μελλοντικές συγκρούσεις. Οραματιζόταν μια παγκόσμια τάξη με ελεύθερες θάλασσες, μειωμένους εξοπλισμούς και τις ΗΠΑ ως ουδέτερο μεσολαβητή, προωθώντας μια ειρήνη που θα άφηνε όλες τις πλευρές εξασθενημένες, ενισχύοντας έτσι τη σχετική ισχύ της Αμερικής.
Η πρόταση του Ουίλσον είχε τις ρίζες της σε μια βαθιά πίστη στον αμερικανικό εξαιρετισμό και στην απόρριψη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της Ευρώπης. Έχοντας βιώσει την καταστροφή του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου ως παιδί, ο Ουίλσον είχε πλήρη επίγνωση του ανθρώπινου κόστους των συγκρούσεων και προσπάθησε να αποφύγει την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στις «κρεατομηχανές» των χαρακωμάτων της Ευρώπης. Η ομιλία του τόνισε ότι μια διαρκής ειρήνη δεν πρέπει να στηρίζεται σε «κινούμενη άμμο», αλλά σε αμοιβαίο σεβασμό και συνεργασία.
Ωστόσο, αυτός ο ιδεαλισμός συγκρούστηκε με τις πραγματικότητες μιας Ευρώπης που είχε πληγεί από τον πόλεμο. Η Μάχη του Βερντέν (1916) και του Σομ είχαν οδηγήσει σε τεράστιες απώλειες—800.000 μόνο στο Βερντέν—και είχαν σκληρύνει την αποφασιστικότητα τόσο της Αντάντ όσο και των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, επηρεασμένοι από χρόνια σφαγής, απέρριψαν την πρόταση του Γουίλσον ως αφελή. Η Αντάντ θεωρούσε τα εδαφικά κέρδη της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής της Αλσατίας-Λωρραίνης, του Βελγίου και της Σερβίας, ως απαράδεκτες ανταμοιβές για τη γερμανική επιθετικότητα. Η Γερμανία, από την άλλη, δεν εμπιστευόταν την αμεροληψία του Γουίλσον, θεωρώντας τον ως ευνοϊκό προς την Αντάντ, λόγω των οικονομικών δεσμών της Αμερικής.
Η απόφαση της Γερμανίας να επαναλάβει τον απεριόριστο υποβρυχιακό πόλεμο τον Ιανουάριο του 1917, στοχεύοντας και τα αμερικανικά πλοία, υπονόμευσε περαιτέρω τις προσπάθειες του Γουίλσον. Αυτή η πρόκληση ανάγκασε τις ΗΠΑ να διακόψουν τις διπλωματικές σχέσεις και μέχρι τον Απρίλιο του 1917, να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
Το όραμα του Ουίλσον για ειρήνη χωρίς νίκη έδωσε τη θέση του σε μια πιο σκληρή στάση. Μέχρι το 1918, ως ενεργά εμπλεκόμενος στον πόλεμο, επέμενε ότι μόνο μια ηττημένη Γερμανία θα δεχόταν όρους, αντανακλώντας μια μετάβαση από τον ιδεαλισμό στον ρεαλισμό. Η τελική Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), με τα τιμωρητικά της μέτρα, επιβεβαίωσε τις προηγούμενες προειδοποιήσεις του Ουίλσον για τους κινδύνους μιας ειρήνης των νικητών, καθώς τροφοδότησε τη δυσαρέσκεια της Γερμανίας και καλλιέργησε το έδαφος για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΟΥΙΛΣΟΝ
Η προσπάθεια του Ουίλσον για ειρήνη χωρίς νίκη προσφέρει αρκετά ιστορικά μαθήματα.
Πρώτον, ένας αποφασισμένος Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να ασκήσει σημαντική επιρροή, ακόμη και ενάντια σε εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις. Η οικονομική μόχλευση του Ουίλσον του έδωσε τη δυνατότητα να πιέσει τους εμπολέμους, αν και η αποτυχία του να λάβει υπόψη το συναισθηματικό και πολιτικό κλίμα της Ευρώπης-καθώς και το ότι οι εμπλεκόμενοι στον πόλεμο ήταν αυτοκρατορίες, που είχαν ή θεωρούσαν ότι διαθέτουν μεγάλη ισχύ και μόνο μετά τον πόλεμο θα άρχιζε η αποδυνάμωση ή η διάλυση τους- περιόρισε την αποτελεσματικότητά του.
Δεύτερον, η ρεαλπολιτίκ πολύ συχνά υπερισχύει των ηθικών εκτιμήσεων. Η ηθική ισοδυναμία του Ουίλσον—η αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Γερμανίας και της αντίστασης της Αντάντ ως εξίσου υπεύθυνες—δεν βρήκε ανταπόκριση στις πλευρές που επένδυαν στην απόδοση ευθυνών.
Τρίτον, η ατζέντα του Ουίλσον δεν αφορούσε μόνο την ειρήνη, αλλά την εγκαθίδρυση της αμερικανικής ηγεμονίας. Με την αποδυνάμωση της Ευρώπης μέσω μιας μη τιμωρητικής ειρήνης και την επέκταση του ναυτικού προγράμματος των ΗΠΑ, στόχευσε να αναδείξει την Αμερική ως την κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
Τέλος, η εξάρτηση των εμπόλεμων από την αμερικανική υποστήριξη, τους καθιστούσε ευάλωτους σε αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ, μια δυναμική που θα επαναλαμβανόταν σε μεταγενέστερες συγκρούσεις.
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Ο ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Σε ότι αφορά το παρόν, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει ένα σύγχρονο πρίσμα για την εξέταση της έννοιας της «ειρήνης χωρίς νίκη». Από την εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην υποστήριξη της Ουκρανίας μέσω στρατιωτικής βοήθειας, οικονομικής υποστήριξης και διπλωματικών προσπαθειών.
Ωστόσο, η προσέγγιση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας του 2024 και της επακόλουθης διοίκησής του, αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία του Ουίλσον να αναδιαμορφώσει τις παγκόσμιες συγκρούσεις για να ενισχύσει την αμερικανική ισχύ. Ο δηλωμένος στόχος του Τραμπ να τερματίσει γρήγορα τον πόλεμο στην Ουκρανία, συχνά διατυπωμένος ως επιθυμία να μεσολαβήσει για μια ταχεία ειρήνη, αντηχεί την προσπάθεια του Ουίλσον να επιβάλει έναν διακανονισμό που ευθυγραμμίζεται με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Όπως ο Ουίλσον, έτσι και ο Τραμπ έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύπλοκο διεθνές τοπίο. Η Ουκρανία, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, βρίσκεται σε μια τελείως επισφαλή θέση, που θυμίζει την εξάρτηση της Αντάντ από τα αμερικανικά δάνεια το 1916. Η Ρωσία, υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για διακανονισμούς που δεν εξασφαλίζουν σημαντικά στρατηγικά κέρδη και τη διατήρηση των εδαφών που έχει καταλάβει, παρόμοια με τη στάση της Γερμανίας το 1917. Βεβαίως, σε σύγκριση με το 1917 που υπήρχε μια σχετική ισορροπία στο μέτωπο μεταξύ των αντιπάλων, στην Ουκρανία η δυσαναλογία μεταξύ των αντιπάλων είναι εμφανής και το Κίεβο δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς την εμπλοκή της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Η προσέγγιση του Τραμπ, που χαρακτηρίζεται από την προθυμία να διαπραγματευτεί απευθείας με τη Ρωσία και ενδεχομένως να μειώσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία, αντανακλά μια ρεαλπολιτίκ που δίνει προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα έναντι των ιδεολογικών δεσμεύσεων για τη δημοκρατία ή την εθνική κυριαρχία.
Οι προσεγγίσεις του Ουίλσον και του Τραμπ κινούνται πάνω στα ίδια πρότυπα. Αυτά που καθορίζονται από τις αναγκαιότητες ανάδειξης μιας κυρίαρχης δύναμης, μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που κυριαρχείται από ανταγωνισμούς μεταξύ ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Πρώτον, και οι δύο πρόεδροι έχουν αξιοποιήσει τις θέσεις τους ως αρχηγοί μιας παγκόσμιας υπερδύναμης για να επιδιώξουν συγκεκριμένες παγκόσμιες στρατηγικές. Ο Ουίλσον χρησιμοποίησε την οικονομική μόχλευση για να πιέσει για ειρήνη, ενώ ο Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει την απειλή της απόσυρσης της στρατιωτικής βοήθειας για να πιέσει την Ουκρανία και τη Ρωσία σε διαπραγματεύσεις. Και οι δύο έχουν αντιμετωπίσει και εσωτερικό και διεθνή σκεπτικισμό—ο Ουίλσον από απομονωτικούς γερουσιαστές και Ευρωπαίους ηγέτες, ο Τραμπ από συμμάχους, κυρίως στο ΝΑΤΟ, που ανησυχούν για την εγκατάλειψη της Ουκρανίας.
Δεύτερον, και οι δύο ηγέτες έχουν προωθήσει μια μορφή ηθικής ισοδυναμίας που υποβαθμίζει την ευθύνη του επιτιθέμενου. Η άρνηση του Ουίλσον να καταδικάσει πλήρως τις ενέργειες της Γερμανίας το 1917 βρίσκει αντιστοίχιση στο επιχείρημα του Τραμπ, ότι η μερική αυτοσυγκράτηση της Ρωσίας (δηλαδή, το να μην κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία) αποτελεί συμβολή στην ειρήνη, όπως και στη παραδοχή ότι αν ήταν αυτός πρόεδρος, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα είχε γίνει, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο ίδιος θα είχε λάβει υπόψιν τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας. Αυτή η στάση έχει προκαλέσει κριτική από Ευρωπαίους συμμάχους που, όπως η Αντάντ το 1917, θεωρούν τον επιτιθέμενο (Ρωσία) ως το κύριο εμπόδιο για μια δίκαιη επίλυση.
Τρίτον, και οι δύο, ο Ουίλσον και ο Τραμπ, επιδίωξαν ευρύτερους ηγεμονικούς στόχους. Η ναυτική επέκταση του Ουίλσον και η οικονομική στρατηγική του στόχευαν στην ανάδειξη των ΗΠΑ ως της κυρίαρχης παγκόσμιας δύναμης. Οι πολιτικές του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένης της έμφασης στο «Πρώτα η Αμερική», επιδιώκουν να διατηρήσουν την αμερικανική κυριαρχία, αποφεύγοντας παρατεταμένες εμπλοκές, υπερεπέκταση στο εξωτερικό και ανακατανέμοντας πόρους στο εσωτερικό. Αυτό αντανακλά μια συνέχεια στην αμερικανική εξωτερική πολιτική: τη χρήση της επίλυσης συγκρούσεων ως μέσο ενίσχυσης της εθνικής ισχύος.
Τέταρτον, η ευαλωτότητα των υποστηριζόμενων κρατών σε αλλαγές στην αμερικανική πολιτική παραμένει ένα κρίσιμο μάθημα. Όπως η Βρετανία και η Γαλλία ήταν στο έλεος των οικονομικών αποφάσεων του Ουίλσον, έτσι και η Ουκρανία κινδυνεύει να εξαρθρωθεί εάν η υποστήριξη των ΗΠΑ μειωθεί.
Το 1917, τόσο η Αντάντ όσο και οι Κεντρικές Δυνάμεις απέρριψαν την πρόταση του Ουίλσον, επιμένοντας στην απόδοση ευθυνών και στην εξασφάλιση αποφασιστικών αποτελεσμάτων. Η αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας το 2022 και το 2025 αντανακλά μια παρόμοια δυναμική: και οι δύο πλευρές, έχοντας σκληρύνει από χρόνια σύγκρουσης και σημαντικές απώλειες, δίνουν προτεραιότητα στη νίκη έναντι του συμβιβασμού. Οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές προελάσεις της Ρωσίας και η αποφασιστικότητα της Ουκρανίας να αντισταθεί,δείχνουν την δυσκολία της επίτευξης ειρήνης χωρίς ξεκάθαρο νικητή.
Ιστορικά παραδείγματα, όπως η απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ το 1975 και το Αφγανιστάν το 2021, υπογραμμίζουν τις συνέπειες τέτοιων επιλογών. Στο Βιετνάμ, οι διαπραγματεύσεις του Χένρι Κίσινγκερ με τον Λε Ντουκ Θο οδήγησαν σε μια συμφωνία ειρήνης που απέκλεισε την πλήρη συμμετοχή του Νοτίου Βιετνάμ, και η υποσχεθείσα αμερικανική αεροπορική υποστήριξη δεν υλοποιήθηκε ποτέ, μετά την εισβολή του Βορείου Βιετνάμ στο Νότο, το 1975. Παρομοίως, οι διαπραγματεύσεις του Τραμπ με τη Ρωσία θα μπορούσαν να περιθωριοποιήσουν την Ουκρανία, αφήνοντάς την να αποδεχτεί όρους που υπαγορεύονται από εξωτερικές δυνάμεις. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα ήθελε να επαναλάβει το Αφγανιστάν του 2021, του Τζο Μπάιντεν. Δηλαδή μια προσβλητική αποχώρηση για το status μιας υπερδύναμης. Το ίδιο θα ήθελε να αποφύγει το Βιετνάμ του 1975. Για αυτό τον λόγο προσπαθεί να μετακινήσει το βάρος του πολέμου στην Ουκρανία στους Ευρωπαίους, να τους ταυτίσει με αυτό τον πόλεμο, αναπαράγοντας αυτό που έχει ήδη διακηρύξει, ότι αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η επιδίωξη της ειρήνης χωρίς νίκη, όπως οραματίστηκε ο Ουίλσον και αντηχεί στις σύγχρονες προσεγγίσεις για την Ουκρανία, αντανακλά μια ένταση μεταξύ ιδεαλισμού και των σκληρών πραγματικοτήτων του πολέμου. Η αποτυχία του Ουίλσον να τερματίσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω μεσολάβησης υπογραμμίζει τη δυσκολία να πειστούν οι αντίπαλοι να αποδεχτούν μια ισοπαλία όταν έχει χυθεί τόσο αίμα και έχουν σπαταληθεί πόροι. Οι προσπάθειες του Τραμπ να μεσολαβήσει για ειρήνη στην Ουκρανία αντιμετωπίζουν παρόμοια εμπόδια, που δυσκολεύονται από τις πολυπλοκότητες της σύγχρονης γεωπολιτικής, που περιλαμβάνουν το ΝΑΤΟ, τη φθίνουσα Ευρώπη και τη Κίνα.
Τα ιστορικά μαθήματα—η αμερικανική μόχλευση, η πρωτοκαθεδρία της ρεαλπολιτίκ, η επιδίωξη της ηγεμονίας και η ευαλωτότητα των εξαρτημένων χωρών—παραμένουν πάντα επίκαιρα.