Ο όρος «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» εμφανίζεται κάθε φορά που κράτη με μουσουλμανική πλειοψηφία, εξετάζουν στενότερο συντονισμό ασφάλειας—ιδίως όταν θερμαίνονται οι σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Πακιστάν, όπως έγινε πριν από λίγες ημέρες. Είναι ένας θολός όρος. Δεν υπάρχει επίσημη, δεσμευτική συμμαχία με ρήτρα αμοιβαίας άμυνας τύπου Άρθρου 5, ενιαία διοίκηση και ολοκληρωμένες δυνάμεις όπως του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, ο όρος συνήθως αναφέρεται σε πιο χαλαρές πρωτοβουλίες—κυρίως στον Ισλαμικό Συνασπισμό για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (IMCTC), που ιδρύθηκε το 2015 από τη Σαουδική Αραβία—και στην επαναλαμβανόμενη ιδέα ότι ενδέχεται κάποτε να συγκροτηθεί ένα αμυντικό μπλοκ του μουσουλμανικού κόσμου.
ΟΙ ΥΠΑΡΧΟΥΣΕΣ ΔΟΜΕΣ
Ένα σύμφωνο συλλογικής άμυνας ανάμεσα σε κράτη με μουσουλμανική πλειοψηφία δεν είναι νέο. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, διάφορες περιφερειακές συμπράξεις προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν εξωτερικές απειλές και να σταθεροποιήσουν τις τοπικές τάξεις πραγμάτων. Το Σύμφωνο της Βαγδάτης (αργότερα CENTO) συνένωσε την Τουρκία, το Ιράκ (προσωρινά), το Ιράν, το Πακιστάν και το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1955 έως το 1979. Παρότι δεν ήταν «ισλαμικό» ως προς τη σύλληψη ή τη σύνθεση, αποτέλεσε προηγούμενο για δομές ασφάλειας που περιλάμβαναν κράτη με μουσουλμανική πλειοψηφία. Στον Κόλπο, η δημιουργία του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) το 1981—και του στρατιωτικού βραχίονα του, της Δύναμης Ασπίδα της Χερσονήσου—πρόσφερε ένα στενότερο, υπο-περιφερειακό μοντέλο κοινής άμυνας, με μικτά αποτελέσματα. Παράλληλα, ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC), που ιδρύθηκε το 1969, παρείχε πολιτικό συντονισμό μεταξύ 50+ κρατών αλλά δεν εξελίχθηκε ποτέ σε αμυντικό σύμφωνο.
Τη δεκαετία του 1990 και του 2000, οι συζητήσεις για ένα «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» αυξομειώθηκαν με τις περιφερειακές κρίσεις: τους Πολέμους του Κόλπου, το Αφγανιστάν, την τρομοκρατία και τις συζητήσεις για τη διάδοση πυρηνικών. Μελέτες δεξαμενών σκέψης και δημοσιογραφικά κείμενα κατά καιρούς, πρότειναν ένα μπλοκ ασφάλειας του μουσουλμανικού κόσμου, ικανό να αντιμετωπίζει την τρομοκρατία, να εξισορροπεί περιφερειακούς αντιπάλους και να μειώνει την εξάρτηση από εξωτερικές δυνάμεις.
Ο IMCTC είναι η πιο απτή πρωτοβουλία που συχνά χαρακτηρίζεται «Ισλαμικό ΝΑΤΟ». Ανακοινώθηκε από τη Σαουδική Αραβία το 2015 με αρχικά 34 μέλη (σήμερα πάνω από 40) και στοχεύει στον συντονισμό της αντιτρομοκρατίας σε τέσσερις πυλώνες: ιδεολογία, επικοινωνία, καταπολέμηση της τρομοκρατικής χρηματοδότησης και στρατιωτικό συντονισμό. Ο διορισμός του πρώην αρχηγού του Πακιστανικού Στρατού, στρατηγού Ραχίλ Σαρίφ, ως πρώτου στρατιωτικού διοικητή του συνασπισμού, προσέδωσε αξιοπιστία και τροφοδότησε τη ρητορική περί «Ισλαμικού ΝΑΤΟ». Ωστόσο, οι διαφορές από το ΝΑΤΟ είναι θεμελιώδεις.
Ο IMCTC επικεντρώνεται στον συντονισμό κατά της τρομοκρατίας, όχι στη συλλογική άμυνα έναντι κρατών. Δεν διαθέτει συνθήκη αμοιβαίας άμυνας, κυρωμένες υποχρεώσεις ή ρήτρα «επίθεση εναντίον ενός ισοδυναμεί με επίθεση εναντίον όλων».
Δεν υπάρχει μόνιμη στρατιωτική δύναμη, τυποποιημένο δόγμα μεταξύ των μελών ή κεντρικός σχεδιασμός αντίστοιχος του Allied Command Operations του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, μεγάλες περιφερειακές αντιπαλότητες—ιδίως το ρήγμα Σαουδικής Αραβίας–Ιράν—σημαίνουν ότι ορισμένα καίρια κράτη μένουν εκτός, ενώ οι αντιλήψεις περί απειλής διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των μελών.
Η ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ ΠΑΚΙΣΤΑΝ–ΣΑΟΥΔΙΚΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ
Όταν οι αναλυτές περιγράφουν τη σύσφιγξη των σχέσεων Πακιστάν–Σαουδικής Αραβίας ως «αφετηρία» για ένα Ισλαμικό ΝΑΤΟ, υποδεικνύουν έναν συνδυασμό που θυμίζει τη «χρηματοδότηση συν το στρατιωτικό βάρος» που παρατηρείται σε ορισμένες συμμαχίες. Η Σαουδική Αραβία προσφέρει πόρους, ικανότητα να λειτουργεί ως παράγοντας σύγκλησης και προηγμένο εξοπλισμό.Το Πακιστάν προσφέρει έναν μεγάλο, δοκιμασμένο στρατό, αξιόπιστα επαγγελματικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και ιστορία ανάπτυξης εκπαιδευτών και στρατευμάτων στον Κόλπο. Πακιστανοί αξιωματικοί, έχουν διαδραματίσει σημαντικούς ρόλους στους κύκλους ασφάλειας της Σαουδικής Αραβίας και τα δύο κράτη διεξάγουν κοινές ασκήσεις επί δεκαετίες.
Αυτός ο «πυρήνας», όπως υποστηρίζεται, θα μπορούσε να προσελκύσει ευρύτερη συμμετοχή. Το πολιτικό βάρος και τα οικονομικά κίνητρα του Ριάντ μπορούν να προσελκύσουν αραβικούς εταίρους, οι δε δεσμοί του Ισλαμαμπάντ εκτείνονται σε μη αραβικά κράτη όπως η Τουρκία και η Μαλαισία και δημιουργούν γέφυρες προς μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα λογικό άλμα που μεταμορφώνει αυτόν τον κόμβο συντονισμού, σε κάτιδιαφορετικό, όπως είναι ένα «Ισλαμικό ΝΑΤΟ», παρότι δεν υφίσταται συνθήκη ή ενιαία διοίκηση.
Κατά καιρούς, αναφορές υπονοούν ότι το Πακιστάν ίσως επεκτείνει ντε φάκτο τη πυρηνική «ομπρέλα» του στη Σαουδική Αραβία. Στην πράξη, η εκτεταμένη αποτροπή απαιτεί σαφείς δηλώσεις, κοινό σχεδιασμό και αξιόπιστες δομές διοίκησης και ελέγχου—τίποτε από αυτά δεν έχει ανακοινωθεί ή υπονοηθεί επίσημα. Το Πακιστάν βρίσκεται υπό αυστηρή διεθνή επιτήρηση για τη μη διάδοση των πυρηνικών.Η ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας στηρίζεται παραδοσιακά στη συνεργασία με τις ΗΠΑ και στην ενίσχυση συμβατικών και αντιαεροπορικών/αντιπυραυλικών δυνατοτήτων. Και το Ισλαμαμπάντ και το Ριάντ κρατούν το θέμα σε απόσταση. Αν και μια σοβαρή κρίση θα μπορούσε να δημιουργήσει πίεση για έκτακτες διευθετήσεις, τα σημερινά δεδομένα δείχνουν προς τη κατεύθυνση μιας συμβατικής συνεργασίας και όχι προς μια πυρηνική εγγύηση.
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΜΙΑΣ ΙΔΕΑΣ
Παρά τα εμπόδια, η έλξη της ιδέας για «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» εμμένει για αρκετούς λόγους.
Υπάρχουν κοινές απειλές ασφάλειας. Διασυνοριακή τρομοκρατία, διάδοση πυραύλων και drones, θαλάσσια ασφάλεια σε σημεία πνιγμού όπως η Ερυθρά Θάλασσα και αστάθεια από εμφυλίους δημιουργούν κίνητρα για συντονισμό.
Έντονη είναι επίσης η επιθυμία στρατηγικής αυτονομίας. Πολλά κράτη του μουσουλμανικού κόσμου επιδιώκουν να μειώσουν την υπερεξάρτηση από μια μεγάλη δύναμη, κυρίως τις ΗΠΑ, χτίζοντας ενδοπεριφερειακές λύσεις.Μια συλλογική δομή ασφάλειας, ριζωμένη σε κοινή ταυτότητα, μπορεί να κινητοποιήσει πολιτική στήριξη και να εκπέμψει αποφασιστικότητα, ακόμη κι αν οι επιχειρησιακές δυνατότητες είναι μέτριες. Κοινή εκπαίδευση, εφοδιαστική και προμήθειες μπορούν να μειώσουν το κόστος, να προάγουν τη διαλειτουργικότητα και να επαγγελματοποιήσουν δυνάμεις.
Υπάρχουν όμως και περιορισμοί. Η μετατροπή αυτών των κινήτρων σε θεσμό ανάλογο του ΝΑΤΟ είναι δύσκολη για δομικούς λόγους:
Ο βασικός παράγοντας είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις περί απειλής. Δεν βλέπουν όλα τα μέλη τους ίδιους δρώντες ή ζητήματα ως πρωτεύοντες κινδύνους. Για ορισμένους κυριαρχεί η τρομοκρατία· για άλλους, κρατικοί αντίπαλοι ή συνοριακές διενέξεις. Ο ανταγωνισμός Σαουδικής Αραβίας–Ιράν διχάζει το τοπίο. Κάθε συνασπισμός που εκλαμβάνεται ως «αντι-Ιράν» θα δυσκολευτεί να αποκτήσει ευρεία νομιμοποίηση στον μουσουλμανικό κόσμο.
Υπάρχουν επίσης διαφορετικά πολιτικά συστήματα και νομικές κουλτούρες. Μοναρχίες, δημοκρατίες και υβριδικά καθεστώτα διαφέρουν στις σχέσεις πολιτικής–στρατιωτικής εξουσίας και στους μηχανισμούς συναίνεσης για πόλεμο. Οι δεσμευτικές συνθήκες είναι δυσκολότερο να διαπραγματευτούν και να κυρωθούν.Κοινή γνώμη, δημοσιονομικά όρια και εσωτερικές προτεραιότητες ασφάλειας συχνά υπερισχύουν μιας φιλόδοξης εξωτερικής δέσμευσης.
Το ίδιο ισχύει και για τη διαλειτουργικότητας. Γλώσσες, δόγματα, πρότυπα εκπαίδευσης και εξοπλισμοί είναι ετερογενή. Η συνοχή του ΝΑΤΟ εδράζεται σε δεκαετίες τυποποίησης—επικοινωνιών, διαμετρημάτων, τακτικών, κανόνων εμπλοκής—που λείπουν σε μεγάλη κλίμακα από τον μουσουλμανικό κόσμο.Πολλά εν δυνάμει μέλη βασίζονται σε εξωτερικούς εταίρους (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) για οπλικά συστήματα, εκπαίδευση και εγγυήσεις ασφάλειας. Η στοίχιση κάτω από μία ομπρέλα περιπλέκει αυτές τις σχέσεις.
Αν ένα «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» με την αυστηρή έννοια είναι σχετικά απίθανο στο κοντινό μέλλον, υπάρχουν πιο εφικτά βήματα που μπορούν να εμβαθύνουν τη συνεργασία και να αποδώσουν πρακτικά οφέλη.
Διεύρυνση κοινών ασκήσεων και στρατιωτικών σχολών, εναρμόνιση προμηθειών σε επιλεγμένουςτομείς, κέντρα σύντηξης πληροφοριών, θαλάσσιες ομάδες δράσης, σώματα ανθρωπιστικής βοήθειας και σταθεροποίησης, συμφωνίες για συνεργασία, αμοιβαίας υποστήριξη εφοδιασμού και περιορισμένες ρήτρες συλλογικής άμυνας για συγκεκριμένα ενδεχόμενα, δημιουργούν σκελετό χωρίς υπερβολικές δεσμεύσεις.
ΌΡΑΜΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η Δύναμη Ασπίδα της Χερσονήσου του GCC παραμένει το πιο ώριμο—έστω περιορισμένο—μοντέλο συλλογικής άμυνας στον αραβικό κόσμο. Η ενίσχυση της ενσωμάτωσης αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας, της εναρμόνισης προμηθειών και των δομών κοινής διοίκησης θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο που άλλοι θα μιμηθούν ή θα συνδεθούν. Κράτη με μουσουλμανική πλειοψηφία εκτός αραβικού κόσμου—Πακιστάν, Τουρκία, Μαλαισία, Ινδονησία—εισφέρουν βιομηχανική ικανότητα, ανθρώπινο δυναμικό και γεωγραφική ποικιλία που θα μπορούσε να διευρύνει τέτοιες προσπάθειες. Ωστόσο, οι ιδιαίτερες στρατηγικές τους προτεραιότητες (π.χ. η εστίαση του Πακιστάν στα σύνορα με την Ινδία, οι δεσμεύσεις της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η περιφερειακή της ατζέντα σε Συρία, Λιβύη, Σομαλία, η αδέσμευτη στάση της Ινδονησίας) περιορίζουν το βάθος των εξωτερικών δεσμεύσεων που θα αναλάβουν.
Ο όρος «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» επιβιώνει ως μεταφορά επειδή συμπυκνώνει την πολυπλοκότητα σε μια εύκολα κατανοητή ιστορία: κοινή ταυτότητα, κοινές απειλές και η ισχύς της ενότητας.
Τονίζει επίσης δύο στοιχεία που αναδεικνύει η δημοσιότητα που κυριαρχεί στη σύγχρονη εποχή—αίσθηση δυναμικής και αναγνωρίσιμα πρότυπα. Το ΝΑΤΟ είναι, εκτός από συμμαχία και «brandname».Το «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» δανείζεται αυτήν την αναγνωρησιμότητα, για να περιγράψει κάτι πολύ λιγότερο τυπικό, αλλά αξιοσημείωτο. Ωστόσο, αυτή η μεταφορά μπορεί να είναι παραπλανητική όταν υπονοεί μόνιμο στρατό, αυτόματη αμοιβαία άμυνα, ή συνεκτικό στρατηγικό όραμα. Τίποτε από αυτά δεν υφίσταται, σε αυτή τη φάση.
Ένα «Ισλαμικό ΝΑΤΟ» με την αυστηρή, νατοϊκή έννοια είναι απίθανο βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Η πιο χειροπιαστή εκδοχή της ιδέας—ο IMCTC—παραμένει πλαίσιο συντονισμού κατά της τρομοκρατίας χωρίς δεσμευτικές ρήτρες αμοιβαίας άμυνας ή ολοκληρωμένη διοίκηση. Η σύγκλιση Πακιστάν–Σαουδικής Αραβίας έχει σημασία επειδή συνδυάζει πόρους και στρατιωτικό βάρος και μπορεί να ωθήσει ευρύτερη συνεργασία. ‘Όμως ακόμη και αυτός ο πυρήνας σκοντάφτει σε γεωπολιτικούς, νομικούς και διαλειτουργικούς περιορισμούς.
Το πιο ρεαλιστικό μέλλον είναι μάλλον σταδιακό: οικοδόμηση διαλειτουργικότητας μέσω εκπαίδευσης και ασκήσεων, συντονισμός πληροφοριών και χρηματοδότησης κατά της τρομοκρατίας, σύγκλιση προμηθειών σε επιλεγμένους τομείς, ενίσχυση θαλάσσιας ασφάλειας και ανάπτυξη ταχέως ανταποκρινόμενων ανθρωπιστικών δυνατοτήτων. Μια τέτοια διαδικασία δεν θα παράξει ένα κλώνο του ΝΑΤΟ, αλλά θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πυκνότερο πλέγμα συνεργασίας ασφάλειας σε τμήματα του μουσουλμανικού κόσμου—ουσιαστικό, χρήσιμο και, κυρίως, επιτεύξιμο χωρίς το πολιτικό και νομικό άλμα μιας πλήρους συλλογικής άμυνας.