Η διεθνής συζήτηση για την παραγωγικότητα στη βιομηχανία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο των οικονομικών αντιπαραθέσεων. Από τη μία, η Κίνα παρουσιάζεται ως το «παγκόσμιο εργοστάσιο», κυριαρχώντας σε καίριους κλάδους όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, οι μπαταρίες λιθίου, τα φωτοβολταϊκά, τα εμπορικά drones και η ναυπηγική. Από την άλλη, πλήθος μελετών επιμένουν ότι η εργασιακή παραγωγικότητα της κινεζικής βιομηχανίας είναι χαμηλότερη από της αμερικανικής, συχνά κατά πολύ. Προκύπτει λοιπόν ένα φαινομενικό παράδοξο: πώς γίνεται ένας βιομηχανικός τομέας να είναι διεθνώς ανταγωνιστικός, πρωτοπόρος σε τεχνολογίες και κλίμακα παραγωγής, αλλά την ίδια στιγμή να εμφανίζεται «αντιπαραγωγικός»;
Η απάντηση, βρίσκεται στα μέτρα και στα σταθμά. Δηλαδή, στον τρόπο που ορίζεται και υπολογίζεται η «παραγωγικότητα», στις διακρίσεις ανάμεσα σε τύπους παραγωγών (ODMs-Original Design Manufacturers έναντι OEMs-Original Εquipment Μanufacturers), στις σημαντικές διαφορές τιμών μεταξύ χωρών, καθώς και στις στατιστικές ταξινομήσεις που ενίοτε συγχέουν τη βιομηχανική με τη μη-βιομηχανική προστιθέμενη αξία. Όταν οι συγκρίσεις γίνουν δίκαια και με κατάλληλα μεγέθη, η εικόνα αλλάζει δραστικά: η Κίνα δεν είναι μόνο παγκόσμιος ηγέτης σε όγκο παραγωγής, αλλά και από τις αποδοτικότερες οικονομίες στον καθαρά παραγωγικό τομέα.
Η ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Οι οικονομολόγοι μετρούν τυπικά την εργασιακή παραγωγικότητα με την προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο. Η προστιθέμενη αξία ισούται με το εισόδημα μείον το κόστος ενδιάμεσης κατανάλωσης. Αυτή η μέτρηση έχει αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα: επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ κλάδων με διαφορετικά προϊόντα (από έπιπλα έως λογισμικό) ή μεταξύ τμημάτων του ίδιου κλάδου. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία δεν είναι καθαρό αποτύπωμα της «τεχνικής» παραγωγικότητας στο εργοστάσιο. Περιλαμβάνει στοιχεία που βρίσκονται εκτός του πυρήνα της παραγωγής, όπως σχεδιασμός προϊόντος, branding, εμπορική εκμετάλλευση πνευματικής ιδιοκτησίας που δεν ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία, μάρκετινγκ, ακόμη και μόνιμες διαφορές τιμών που προκύπτουν από δασμούς ή εγχώριες στρεβλώσεις.
Αν απομονώσουμε την παραγωγή ως φυσικό μέγεθος (κιλά χάλυβα, οχήματα, τόνους τσιμέντου, βατώρες φωτοβολταϊκής ισχύος, χωρητικότητα πλοίων), τότε βλέπουμε καλύτερα τι σημαίνει «παραγωγικότητα στη γραμμή παραγωγής». Σε τέτοιες «φυσικές» μετρήσεις, οι Κινέζοι εργάτες, κατά μέσο όρο, παράγουν 2 έως 3 φορές περισσότερο από τους Αμερικανούς συναδέλφους τους, στους ίδιους κλάδους. Όταν όμως μετατρέψουμε την παραγωγή σε χρηματική αξία, χωρίς επαρκή προσαρμογή για διαφορές τιμών και αγοραστικής δύναμης, το κινεζικό πλεονέκτημα συρρικνώνεται περίπου στο 20% ή και λιγότερο. Η σύγκρουση των δύο εικόνων δεν είναι μυστήριο: είναι συνέπεια του τι ακριβώς μετράμε.
ODMS ΚΑΙ OEMS
Εδώ αναδύεται μια ακόμη θεμελιώδης διάκριση: ανάμεσα σε σχεδιαστές/διαχειριστές αλυσίδων αξίας (ODMs, όπως Apple και Nvidia) και σε παραγωγούς εξοπλισμού/εργοστασιακούς κατασκευαστές (OEMs, όπως Foxconn και TSMC). Οι πρώτοι δεν απασχολούν παραγωγική εργασία στο εργοστάσιο, αλλά αντλούν την αξία τους από τον σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική προϊόντος, τη διαχείριση προμηθευτών και τη νομισματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι δεύτεροι εστιάζουν στην πραγματική, υλική παραγωγή.
Κατά την τυπική μέτρηση της παραγωγικότητας με αξία προστιθέμενη ανά εργαζόμενο, οι ODMs δείχνουν εντυπωσιακά υψηλά νούμερα—δεν είναι περίεργο: το επιχειρηματικό τους μοντέλο μεταφράζει άυλη αξία σε χρηματική πυκνότητα. Αντιθέτως, οι OEMs, παρότι μπορεί να είναι τεχνικά κορυφαίοι στην παραγωγή, εμφανίζονται «πιο φτωχοί» σε προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, επειδή δεν ενσωματώνουν στον ίδιο βαθμό άυλα premium. Το αποτέλεσμα; Ένα παράδοξο όπου οι αποδοτικότεροι κατασκευαστές του κόσμου φαίνονται λιγότερο παραγωγικοί κατά τις συμβατικές μετρήσεις. Το παράδειγμα Apple–Foxconn ή Nvidia–TSMC είναι διδακτικό: δεν αποδεικνύει ότι οι OEMs είναι αναποτελεσματικοί- αποδεικνύει ότι οι μετρήσεις συγχέουν διαφορετικές οικονομικές λειτουργίες.
ΤΙΜΕΣ, PPP ΚΑΙ ΔΑΣΜΟΙ
Μια δεύτερη στρέβλωση προκύπτει από τις μεγάλες και επίμονες διαφορές τιμών μεταξύ χωρών. Σε κλάδους όπου υπάρχουν εμπορικά εμπόδια—δασμοί, ποσοστώσεις, κανονιστικοί φραγμοί—οι εγχώριες τιμές συχνά βρίσκονται σημαντικά πάνω από τις διεθνείς. Αυτό αυξάνει το χρηματικό σκέλος της προστιθέμενης αξίας, άρα και την «παραγωγικότητα» με όρους δολαρίου ανά εργαζόμενο, χωρίς καμία βελτίωση στη φυσική παραγωγή ή στην τεχνική αποτελεσματικότητα. Τα εμπειρικά στοιχεία είναι σαφή: η προστασία μειώνει την παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα επειδή αμβλύνει τα κίνητρα για καινοτομία, αποτελεσματική ανακατανομή πόρων και πειθαρχία κόστους. Μελέτες, όπως του ΔΝΤ το 2019, εκτιμούν ότι αυξήσεις δασμών ροκανίζουν την εργασιακή παραγωγικότητα κατά περίπου 0,9% σε ορίζοντα πενταετίας, ενώ η ελευθέρωση του εμπορίου έχει συνδεθεί με αύξηση παραγωγικότητας και εισοδημάτων.
Χαρακτηριστικό προϊόν είναι ο χάλυβας: οι ολοκληρωμένες κινεζικές χαλυβουργίες παράγουν 3,2 φορές περισσότερο χάλυβα ανά εργαζόμενο από τις αντίστοιχες αμερικανικές. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο φαίνεται μόλις 1,2 φορές υψηλότερη στην Κίνα, επειδή οι αμερικανικές τιμές χάλυβα είναι περίπου 75% πάνω από τις διεθνείς, λόγω δασμών. Από το 2017, η παραγωγή χάλυβα ανά ώρα εργασίας στις ΗΠΑ έχει υποχωρήσει κατά 32%, υποδηλώνοντας ότι η προστασία όχι μόνο «φουσκώνει» τις τιμές, αλλά αποδυναμώνει και την τεχνική αποδοτικότητα. Στο τσιμέντο το χάσμα τιμών είναι επίσης εντυπωσιακό: περί τα 148 δολάρια/τόνο στις ΗΠΑ έναντι 55 στην Κίνα.
Το παράδειγμα της Tesla αποκαλύπτει κάτι ακόμη πιο καίριο: ακόμη και όταν παράγονται ακριβώς τα ίδια μοντέλα σε Κίνα και ΗΠΑ, η κινεζική μονάδα (Σαγκάη) πετυχαίνει περίπου 1.000.000 οχήματα με 20.000 εργαζόμενους, έναντι 464.000 οχήματα με 22.000 εργαζόμενους στην Καλιφόρνια. Η διαφορά στην φυσική παραγωγικότητα είναι τεράστια και επιμένει ακόμη και στην ονομαστική προστιθέμενη αξία, παρά το ότι οι τιμές στη Κίνα είναι 24–32% χαμηλότερες, εξαιτίας έντονου εγχώριου ανταγωνισμού.
Σε κλάδους όπως τα φωτοβολταϊκά, η Κίνα έχει κυριαρχία περίπου 80% παγκοσμίως, με την παραγωγή ενέργειας ανά εργαζόμενο να εκτιμάται διπλάσια από των ΗΠΑ. Παρά ταύτα, το 2024 η ονομαστική προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο πλησίασε την ισοπαλία, επειδή οι τιμές στην Κίνα έπεσαν περίπου 60% από το 2020 λόγω τεράστιας αύξησης δυναμικότητας και ανταγωνισμού, ενώ στις ΗΠΑ έμειναν υψηλές λόγω δασμών και επιδοτήσεων (IRA). Το μήνυμα είναι σαφές: η χρηματική μέτρηση της παραγωγικότητας είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις τιμές, όχι μόνο στην τεχνική απόδοση.
ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ
Παρά την υψηλότερη φυσική παραγωγικότητα, οι μισθοί των Αμερικανών εργατών είναι 5–6 φορές υψηλότεροι σε ονομαστικούς όρους από των Κινέζων. Η διαφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει απλώς τη βιομηχανική παραγωγικότητα, αλλά το συνολικό επίπεδο εθνικού εισοδήματος και παραγωγικότητας της οικονομίας. Ο μισθός είναι τιμή της εργασίας που συμπυκνώνει όχι μόνο την αποδοτικότητα ενός κλάδου αλλά και θεσμούς, αγορές υπηρεσιών, κεφαλαιακή ένταση, τεχνολογία και, βεβαίως, αγοραστική δύναμη. Ακόμη κι όταν ο Κινέζος εργάτης της Tesla παράγει διπλάσια οχήματα, η αμοιβή του αντιστοιχεί σε μόλις 17–18% του αμερικανικού μισθού. Η συσχέτιση μισθών–κλαδικής παραγωγικότητας είναι, λοιπόν, ισχυρή αλλά όχι μονοσήμαντη.
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ
Στις ΗΠΑ, από το 2013 περίπου, οι λεγόμενοι «factoryless goods producers» (FGMs)-εταιρείες που σχεδιάζουν, κατέχουν το brand και την IP αλλά δεν λειτουργούν εργοστάσια-ταξινομούνται ως «βιομηχανία». Σημαντικό τμήμα της προστιθέμενης αξίας της αμερικανικής «βιομηχανίας» παράγεται, λοιπόν, εκτός εργοστασίου και συχνά εκτός συνόρων: 30–40% της προστιθέμενης αξίας στις ΗΠΑ (700 δισ. έως 1 τρισ. από σύνολο 2,9 τρισ. το 2023) θεωρείται ότι «ανατίθεται» στο εξωτερικό, με τους FGMs να συνεισφέρουν 12–15% (περί τα 348–435 δισ.). Στην Κίνα, αντίθετα, λιγότερο από 5% της βιομηχανικής προστιθέμενης αξίας «φεύγει» στο εξωτερικό και οι στατιστικές εστιάζουν στο φυσικό προϊόν των εγχώριων εγκαταστάσεων.
Αν οι ΗΠΑ ταξινομούσαν όπως η Κίνα-μετρώντας μόνο την εγχώρια φυσική παραγωγή εργοστασίων-η βιομηχανική προστιθέμενη αξία θα ήταν 30–40% χαμηλότερη. Δεν πρόκειται για τεχνική λεπτομέρεια, πρόκειται για μια μεγάλη στατιστική απόκλιση που καθιστά τις ευθείες συγκρίσεις παραγωγικότητας, συγκρίσεις «μήλων με πορτοκάλια». Η ενσωμάτωση άυλης αξίας από FGMs φουσκώνει την ονομαστική παραγωγικότητα της αμερικανικής «βιομηχανίας», ενώ η κινεζική αποτύπωση παραμένει πιο κοντά στην παραγωγή επί του πεδίου.
Όταν στραφούμε σε δεδομένα φυσικής παραγωγής από πέντε χαρακτηριστικούς κλάδους-ναυπηγική, ολοκληρωμένη χαλυβουργία, ηλεκτρικά οχήματα, φωτοβολταϊκές μονάδες, τσιμέντο-η εικόνα είναι συνεπής: κατά μέσο όρο, το 2023–2024, η εργασιακή παραγωγικότητα στην Κίνα ήταν περίπου 2,4 φορές υψηλότερη σε όρους φυσικού προϊόντος ανά εργαζόμενο. Σε όρους ονομαστικής προστιθέμενης αξίας, το πλεονέκτημα μειώνεται σε περίπου 1,2 φορές. Το τσιμέντο αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση: το φυσικό προϊόν ανά εργαζόμενο στην Κίνα είναι οριακά υψηλότερο, αλλά η ονομαστική παραγωγικότητα υπολείπεται (28–50% των ΗΠΑ) λόγω μεγάλων διαφορών τιμών.
Το συμπέρασμα είναι σταθερό: οι κινεζικές γραμμές παραγωγής είναι κατά κανόνα εξαιρετικά αποδοτικές, με μαζική εφαρμογή αυτοματισμού, βιομηχανικών ρομπότ, «έξυπνων εργοστασίων» και μοντέλων «ghost factory» που λειτουργούν 24/7 με ελάχιστο προσωπικό. Η Κίνα έχει ήδη πάνω από το μισό των εγκατεστημένων βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως και πυκνότητα ρομπότ κατά 50% υψηλότερη από των ΗΠΑ. Αυτά δεν είναι απλά στατιστικά στοιχεία· είναι θεμελιώδεις οδηγοί παραγωγικότητας.
Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Σε ότι αφορά τη Κίνα, η χώρα βρίσκεται ήδη σε τροχιά αναβάθμισης της βιομηχανικής αλυσίδας αξίας. Μετατοπίζει δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας σε χαμηλόμισθες οικονομίες, ενώ ενισχύει προχωρημένους κλάδους με υψηλή κεφαλαιακή ένταση και τεχνολογική περιπλοκότητα. Η υιοθέτηση Τεχνητής Νοημοσύνης, αυτοματοποίησης και πρακτικών Industry 4.0 διατηρεί την τεχνική υπεροχή. Η πραγματική πρόκληση είναι η εξισορρόπηση της υπερδυναμικότητας, η σταθεροποίηση τιμών και η διεθνής συνεργασία ώστε οι εμπορικές εντάσεις να μην υπονομεύσουν κλίμακα και καινοτομία.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η «επαναβιομηχάνιση» δεν μπορεί να είναι απλή μεταφορά συναρμολόγησης εντός συνόρων. Η πίεση σε εταιρείες όπως η Apple να συναρμολογούν iPhones στις ΗΠΑ αντιβαίνει στη λογική της διεθνούς εξειδίκευσης: θα μείωνε το εθνικό εισόδημα, μεταφέροντας εργασία σε σχετικά λιγότερο παραγωγικές δραστηριότητες εντός της αμερικανικής οικονομίας. Η διατηρήσιμη στρατηγική βρίσκεται στην εστίαση σε υψηλή προστιθέμενη αξία, τεχνολογία αιχμής, συστήματα, λογισμικό, σχεδιασμό και IP-τα πεδία στα οποία οι ΗΠΑ έχουν θεμελιώδες συγκριτικό πλεονέκτημα. Η προστασία μέσω δασμών βραχυπρόθεσμα ίσως ανακουφίζει κλάδους, αλλά μεσοπρόθεσμα υποβαθμίζει την τεχνική παραγωγικότητα και διατηρεί υψηλές τιμές για καταναλωτές και downstream επιχειρήσεις.
Για την παγκοσμιοποίηση, η αμοιβαία ωφέλεια προκύπτει όταν κάθε οικονομία εξειδικεύεται εκεί όπου είναι πιο αποδοτική. Η Κίνα στη μαζική, αποδοτική παραγωγή και ταχεία κλιμάκωση, οι ΗΠΑ στην καινοτομία, σχεδιασμό, πλατφόρμες και οικοσυστήματα τεχνολογίας. Η αποσύνδεση, την οποία πολλοί αναλυτές προτείνουν, εγκυμονεί κίνδυνο υποβέλτιστων αποτελεσμάτων και για τις δύο πλευρές: αυξημένο κόστος, χαμηλότερη τεχνική παραγωγικότητα και κατακερματισμένες αλυσίδες αξίας.
Οι αντιπαραθέσεις για την αποσύνδεση δημιουργούν επαναλαμβανόμενα ερωτήματα, στερεότυπα και αντιρρήσεις, για τα οποία υπάρχουν απαντήσεις.
«Αν η Κίνα είναι τόσο παραγωγική, γιατί οι μισθοί είναι χαμηλότεροι;» Επειδή οι μισθοί αντανακλούν το συνολικό επίπεδο ανάπτυξης και παραγωγικότητας όλης της οικονομίας, όχι μόνο της βιομηχανίας. Επιπλέον, οι τιμές στην Κίνα είναι χαμηλότερες: η αγοραστική δύναμη του δολαρίου εκεί είναι περίπου διπλάσια σε σχέση με τις ΗΠΑ, κάτι που αλλοιώνει τις ονομαστικές συγκρίσεις.
«Οι υψηλές αμερικανικές τιμές αποδεικνύουν ανώτερη ποιότητα.» Σε μερικούς κλάδους ναι, αλλά όχι γενικά. Συχνά αντανακλούν προστατευτισμό, δομικά κόστη υγείας/φαρμάκων, ρυθμιστικές ιδιαιτερότητες ή έλλειψη ανταγωνισμού. Από τα φάρμακα έως βασικά βιομηχανικά υλικά, οι τιμές στις ΗΠΑ υπερβαίνουν σημαντικά τις διεθνείς τιμές χωρίς αντίστοιχη διαφορά στην τεχνική απόδοση.
«Οι OEMs έχουν χαμηλή προστιθέμενη αξία, άρα είναι κατώτεροι.» Η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο δεν μετρά την τεχνική δεξιότητα μιας γραμμής παραγωγής. Είναι άλλο πράγμα η κερδοφορία ενός επιχειρηματικού μοντέλου με IP και brand, και άλλο η βιομηχανική αποτελεσματικότητα στο εργοστάσιο.
«Η επαναβιομηχάνιση απαιτεί προστασία.» Βραχυπρόθεσμα ίσως, όμως μακροπρόθεσμα κοστίζει. Η εμπειρική βιβλιογραφία δείχνει ότι οι δασμοί μειώνουν την εργασιακή παραγωγικότητα, καθώς αποδυναμώνουν τα κίνητρα για αναβάθμιση, μεγιστοποίηση αποδόσεων κλίμακας και δημιουργία νέων δυνατοτήτων.
Για τους υποστηρικτές της μη-αποσύνδεσης, η αποδοτικότερη πορεία οδηγεί στην αναγνώριση της συμπληρωματικότητας: Οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας είναι συμπληρωματικές. Η προσπάθεια πλήρους αυτάρκειας σε κάθε κρίκο της αλυσίδας αυξάνει κόστος και μειώνει την ευελιξία της καινοτομίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η κινεζική βιομηχανική υπεροχή δεν είναι οφθαλμαπάτη. Όταν μετράμε την παραγωγικότητα εκεί που παράγεται—στη γραμμή, στα ρομπότ, στις βάρδιες, στα κομμάτια ανά εργαζόμενο—η Κίνα εμφανίζει σαφή και σταθερό πλεονέκτημα σε πολλούς στρατηγικούς κλάδους. Οι συμβατικές μετρήσεις με προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, χωρίς επαρκή προσαρμογή για άυλες δραστηριότητες και διαφορές τιμών, θολώνουν την εικόνα και παράγουν αντιφατικά συμπεράσματα.
Αυτό δεν μειώνει την ιστορική δύναμη των ΗΠΑ στην καινοτομία, ούτε την ικανότητα της αμερικανικής οικονομίας να δημιουργεί υψηλή προστιθέμενη αξία. Αντίθετα, υπογραμμίζει την ανάγκη κάθε χώρας να κτίσει πάνω στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Οι ΗΠΑ ευημερούν όταν επενδύουν στην κορυφή της πυραμίδας τεχνολογίας. Η Κίνα ευημερεί όταν αξιοποιεί την κλίμακα, τον αυτοματισμό και την επιχειρησιακή πειθαρχία που κάνουν την παραγωγή της υποδειγματική.
Σε έναν κόσμο που τείνει προς κατακερματισμό, η αποτίμηση της παραγωγικότητας είναι περισσότερο από ακαδημαϊκή άσκηση, είναι πυξίδα πολιτικής.







