Η οικονομική ανθεκτικότητα της Ρωσίας απέναντι στις κυρώσεις

Τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2022, η οικονομία της Ρωσίας έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα παρά τις πρωτοφανείς κυρώσεις της Δύσης. Σε πρώτη φάση, η έννοια της «Οικονομίας-Φρουρίου», που βασίζεται στην ενεργειακή κυριαρχία, την οικονομική ανεξαρτησία και την βιομηχανική κινητοποίηση, επέτρεψε στη Ρωσία να αντέξει το αρχικό κύμα των κυρώσεων. Ωστόσο, καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, οι πηγές της οικονομικής ισχύος της Ρωσίας έχουν εξελιχθεί πέρα από αυτό το αμυντικό πλαίσιο.

ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ: Η «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΦΡΟΥΡΙΟ»

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, οι δυτικές χώρες επέβαλαν αυστηρές, πολυδιάστατες κυρώσεις που στόχευαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το εμπόριο και την πρόσβαση της Ρωσίας στις παγκόσμιες αγορές. Οι κυρώσεις αυτές αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας μέσω της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο εξωτερικό, τον περιορισμό της πρόσβασης σε δυτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα και τη διακοπή του εμπορίου. Ωστόσο, τα προληπτικά μέτρα της Ρωσίας, που βασίζονταν στην έννοια της «οικονομίας φρουρίου», μετρίασαν το αρχικό σοκ. Αυτό το τριμερές αμυντικό σύστημα — ενεργειακή κυριαρχία, χρηματοπιστωτική αυτονομία και βιομηχανική κινητοποίηση — σχεδιάστηκε στρατηγικά για να εξασφαλίσει αυτάρκεια και ανθεκτικότητα.

Ενεργειακή κυριαρχία: Ως ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως, η Ρωσία έχει δώσει από καιρό προτεραιότητα στην ενεργειακή της ανεξαρτησία. Τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της παρείχαν σταθερό ρεύμα εσόδων, ιδιαίτερα μετά τη «Διάταξη Πληρωμής σε Ρούβλια» του 2022, η οποία υποχρέωνε τις «μη φιλικές» χώρες να πληρώνουν για το ρωσικό φυσικό αέριο, σε ρούβλια. Αυτή η πολιτική, όχι μόνο σταθεροποίησε τη συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλίου αλλά εξασφάλισε επίσης σταθερά έσοδα από εξαγωγές, αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις των δεσμευμένων των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Αξιοποιώντας την ενεργειακή της κυριαρχία, η Ρωσία διατήρησε τη δημοσιονομική σταθερότητα, επιτρέποντάς της να χρηματοδοτήσει εγχώριες οικονομικές πρωτοβουλίες.

Χρηματοπιστωτική αυτονομία: Οι χρηματοπιστωτικές προετοιμασίες της Ρωσίας, που ξεκίνησαν μετά την κρίση της Κριμαίας το 2014, ήταν καθοριστικές. Η ανάπτυξη του συστήματος ανταλλαγής χρηματοπιστωτικών πληροφοριών SPFS μείωσε την εξάρτηση από το SWIFT, ενώ οι προσπάθειες αποδολαριοποίησης, όπως η μείωση των περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια στο Εθνικό Ταμείο Ευημερίας (NWF) στο μηδέν έως τον Ιούλιο του 2021, προστάτευσαν τη Ρωσία από τις δυτικές χρηματοπιστωτικές κυρώσεις. Η στροφή του NWF προς το ευρώ (40%), το γιουάν (30%) και τον χρυσό (20%) — μαζί με την επαναφορά αποθεμάτων χρυσού ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων — παρείχε μια ζώνη προστασίας έναντι της αστάθειας της αγοράς. Αυτά τα μέτρα επέτρεψαν στη Ρωσία να σταθεροποιήσει γρήγορα το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, μετά την αρχική αναταραχή που προκλήθηκε από τις κυρώσεις.

Βιομηχανική κινητοποίηση: Η βιομηχανική βάση της Ρωσίας, ιδιαίτερα το στρατιωτικό-βιομηχανικό της πλέγμα, κινητοποιήθηκε ταχύτατα για να ανταποκριθεί στις πολεμικές απαιτήσεις. Υπήρξε τετραπλάσια αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της αμυντικής βιομηχανίας από τον Φεβρουάριο του 2022, με την παραγωγή αρμάτων μάχης να αυξάνεται 5,6 φορές, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη 16,8 φορές και τα πυρομαχικά πυροβολικού 17,5 φορές. Αυτή η αύξηση όχι μόνο υποστήριξε τις στρατιωτικές προσπάθειες αλλά και τόνωσε την οικονομική δραστηριότητα σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, όπου βρίσκονται πολλά στρατιωτικά εργοστάσια.

Εξασφαλίζοντας ενεργειακή, χρηματοπιστωτική και βιομηχανική αυτονομία, η Ρωσία απορρόφησε το αρχικό σοκ των κυρώσεων, θέτοντας τα θεμέλια για διατηρήσιμη οικονομική ανθεκτικότητα.

Πέρα από το φρούριο: Οδηγώντας την ανάπτυξη μέσω της ζήτησης

Ενώ η «οικονομία φρουρίου» παρείχε μια αμυντική ασπίδα, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας — που αποδεικνύεται από την αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,1% το 2024, ξεπερνώντας το -0,2% της ευρωζώνης — πηγάζει από μια θεμελιώδη οικονομική αρχή: η δημιουργία ζήτησης οδηγεί την προσφορά. Φάνηκε ότι η οικονομική ανθεκτικότητα της Ρωσίας δεν αφορά μόνο την αυτάρκεια, αλλάκαι την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, όπως και την δημιουργία διεθνών εμπορικών δικτύων.

Τόνωση της εσωτερικής ζήτησης: Οι πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης της Ρωσίας έχουν ενισχύσει σημαντικά την εγχώρια κατανάλωση, ιδιαίτερα σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Οι επενδύσεις της κυβέρνησης στον στρατιωτικό-βιομηχανικό τομέα, με παραγγελίες αξίας σχεδόν ενός τρισεκατομμυρίου ρουβλίων το 2023-2024, δημιούργησαν θέσεις εργασίας και αύξησαν τους μισθούς. Πάνω από 500.000 νέοι εργαζόμενοι προστέθηκαν στην αμυντική βιομηχανία, με τους μισθούς να αυξάνονται κατά 20%-60%, φτάνοντας κατά μέσο όρο τα 90.000 ρούβλια μηνιαίως. Τα προγράμματα στρατολόγησης επαγγελματιών στρατιωτών με υψηλές αποδοχές, ενίσχυσαν περαιτέρω το εισόδημα σε περιοχές όπως ο Βόρειος Καύκασος και η Σιβηρία, όπου τα μπόνους υπογραφής έφτασαν έως και 1,3 εκατομμύρια ρούβλια το 2024. Αυτά τα κεφάλαια δεν αποταμιεύτηκαν αλλά δαπανήθηκαν, οδηγώντας σε αύξηση του λιανικού εμπορίου κατά 8,8% και εκτίναξη των πωλήσεων  καταναλωτικών αγαθών υψηλής ζ’ητησης, κατά 16,5%.

Αυτή η ανάπτυξη που οδηγείται από τη ζήτηση μεταμόρφωσε τις οικονομικά υστερούσες περιοχές, όπως οι περιφέρειες Αμούρ και Τούλα, σε μερικές από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες περιοχές της Ρωσίας το 2023. Με τη διοχέτευση κεφαλαίων σε αυτές τις περιοχές μέσω μισθών, επιδοτήσεων και μεταβιβάσεων, η Ρωσία όχι μόνο ενίσχυσε την πολεμική της προσπάθεια αλλά και μείωσε τις περιφερειακές οικονομικές ανισότητες, που αποτελούσαν μια μακροχρόνια πρόκληση.

Διεθνές εμπόριο και αποδυτικοποίηση: Οι περιορισμοί ενός αυτοσυντηρούμενου «φρουρίου» έγιναν εμφανείς καθώς η Ρωσία αντιμετώπισε ελλείψεις υλικών και κινδύνους πληθωρισμού. Για να αντιμετωπίσει αυτά τα εμπόδια, η Ρωσία στράφηκε σε εναλλακτικά εμπορικά δίκτυα, ιδιαίτερα με την Κίνα και άλλες «φιλικές» χώρες. Είναι γνωστό το φαινόμενο των «γαρίδων Λευκορωσίας» — έναν ευφημισμό για τα αγαθά που εισάγονται μέσω διαμετακομιστικών χωρών όπως η Λευκορωσία, για την παράκαμψη των κυρώσεων. Ο ρόλος της Κίνας υπήρξε καθοριστικός, αντιπροσωπεύοντας το 34% του εξωτερικού εμπορίου της Ρωσίας το 2024, από 18% το 2021. Τα κινεζικά αυτοκίνητα, τα καταναλωτικά αγαθά και οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου έχουν καλύψει τα κενά που άφησαν οι δυτικές κυρώσεις, με τη Ρωσία να γίνεται η μεγαλύτερη αγορά εξαγωγής αυτοκινήτων της Κίνας (1,06 εκατομμύρια οχήματα τους πρώτους 11 μήνες του 2024). Η αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου της Ρωσίας αυξήθηκε επίσης κατά 44% σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα 1,2 τρισεκατομμύρια ρούβλια, με κινητήρια δύναμη τις κινεζικές εισαγωγές.

Οι επενδύσεις σε υποδομές, όπως ο αγωγός φυσικού αερίου Power of Siberia 2 και ο αυτοκινητόδρομος Μόσχα-Καζάν, υπογραμμίζουν τη δέσμευση της Ρωσίας να ενισχύσει τους εμπορικούς δεσμούς με την Ασία. Αυτά τα έργα όχι μόνο ενισχύουν την εξαγωγική ικανότητα της Ρωσίας αλλά δημιουργούν και ευκαιρίες για κινεζικές εταιρείες, όπως φαίνεται στη σύμβαση 58,26 δισεκατομμυρίων ρουβλίων για τον αυτοκινητόδρομο Μόσχα-Καζάν που ανατέθηκε στην China Railway Construction International Group. Αυτή η στροφή προς ένα αποδυτικοποιημένο εμπορικό σύστημα υπήρξε κρίσιμη για τη διατήρηση της οικονομίας της Ρωσίας, αποδεικνύοντας ότι η ανθεκτικότητα απαιτεί τόσο αυτονομία όσο και παγκόσμια συνεργασία.

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Παρά τα οικονομικά της επιτεύγματα, η Ρωσία αντιμετώπισε σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις, ιδιαίτερα τον πληθωρισμό και τις ελλείψεις προσφοράς. Η Ρωσία εμφάνισε ετήσιο πληθωρισμό 9,52% τον Δεκέμβριο του 2024, που οφείλεται στη δυσαναλογία μεταξύ της ταχέως αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς. Βασικά αγαθά όπως τα αυγά (αύξηση 42,4% το 2023) και το βούτυρο (αύξηση 25,7% το 2024) παρουσίασαν απότομες αυξήσεις τιμών λόγω της εξάρτησης από τις εισαγωγές και της υποτίμησης του ρουβλίου. Η προτεραιότητα στην στρατιωτική παραγωγή έχει συμπιέσει τις πολιτικές βιομηχανίες, επιδεινώνοντας τις ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά και στις βιομηχανίες όπως τα τρόφιμα και τα αυτοκίνητα.

Η ανταπόκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας — η αύξηση των επιτοκίων στο 21% — αποσκοπεί στον περιορισμό του πληθωρισμού αλλά κινδυνεύει να πνίξει την οικονομική επέκταση, αποθαρρύνοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: η υψηλή ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, οδηγώντας σε πληθωρισμό, ενώ τα υψηλά επιτόκια καταστέλλουν την ικανότητα επέκτασης της παραγωγής. Η παραγωγική ικανότητα της Ρωσίας ήταν χαμηλή πριν από τη σύγκρουση και ο πόλεμος έχει επιβαρύνει περαιτέρω τους πόρους, αναδεικνύοντας τα όρια μιας οικονομίας που βασίζεται υπερβολικά στην στρατιωτική-βιομηχανική παραγωγή.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΝΟΤΟ

Η εμπειρία της Ρωσίας προσφέρει παραδείγματα για τον παγκόσμιο Νότο, ακόμα και για χώρες όπως η Κίνα, που επιδιώκουν να χτίσουν οικονομική ασφάλεια εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων. Αυτά συνοψίζονται σε ένα μοντέλο «αυτονομίας+ ελέγχου + πολλαπλών εφεδρειών», το οποίο εξισορροπεί την αυτονομία με στρατηγικές διεθνείς συνεργασίες. Η ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, όπως αποδεικνύεται από την αυτάρκεια της Ρωσίας σε σιτηρά κατά 95% και την ισχυρή παραγωγή πετρελαίου, παρέχουν τη βάση για σταθερότητα. Η χρηματοπιστωτική αυτονομία, μέσω μέτρων όπως η αποδολαριοποίηση και η εγχώρια χρηματοπιστωτική υποδομή, προστατεύει από εξωτερικά σοκ. Η βιομηχανική ευελιξία, ιδιαίτερα στην κινητοποίηση μη αναπτυγμένων περιοχών, οδηγεί σε συμπεριληπτική ανάπτυξη.

Ωστόσο, το πιο κρίσιμο μάθημα είναι η ανάγκη για ένα διαφοροποιημένο εμπορικό σύστημα. Η ικανότητα της Ρωσίας να προμηθεύεται αγαθά μέσω χωρών όπως η Κίνα και η Λευκορωσία καταδεικνύει τη σημασία της οικοδόμησης ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού που μπορούν να αντέξουν τις κυρώσεις. Η ανακατασκευή των ευρασιατικών εμπορικών οδών, όπως ο σιδηρόδρομος Κίνας-Κιργιστάν-Ουζμπεκιστάν, υποδεικνύει μια ευρύτερη τάση περιφερειακής ολοκλήρωσης, προσφέροντας ένα σχέδιο για τον Παγκόσμιο Νότο για τη δημιουργία μιας συνεργατικής και ανθεκτικής στις κυρώσεις οικονομικής τάξης.

Η οικονομική ανθεκτικότητα της Ρωσίας τρία χρόνια μετά τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας αποτελεί απόδειξη της στρατηγικής της διορατικότητας και προσαρμοστικότητας. Η «οικονομία φρούριο» παρείχε μια αρχική ασπίδα, αλλά η συνεχιζόμενη ανάπτυξη έχει οδηγηθεί από την ισχυρή εσωτερική ζήτηση και τις στρατηγικές εμπορικές συνεργασίες, ιδιαίτερα με την Κίνα. Παρά τις προκλήσεις όπως ο πληθωρισμός και οι ελλείψεις προσφοράς, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,1% και το ποσοστό ανεργίας 2,3% το 2024 αναδεικνύουν την ικανότητα της Ρωσίας να λειτουργεί υπό πίεση. Καθώς η σύγκρουση συνεχίζει να αναδιαμορφώνει τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά τοπία, η «οικονομία κατά των κυρώσεων» της Ρωσίας χρησιμεύει ως παράδειγμα για δράση, για την οικοδόμηση ανθεκτικών, διασυνδεδεμένων συστημάτων, σε μια εποχή αβεβαιότητας.

Ηλίας Σταυρίδης
+ posts