Τέσσερα χρόνια μετά την επιστροφή τους στην εξουσία τον Αύγουστο του 2021, οι Ταλιμπάν έχουν εδραιώσει ένα ιδιότυπο σύστημα διακυβέρνησης στο Αφγανιστάν που συνδυάζει παραδοσιακές ισλαμικές δομές με σύγχρονες κρατικές λειτουργίες. Η επίσημη κατάργηση του προθέματος «προσωρινός» από τους τίτλους των κυβερνητικών αξιωματούχων τον Αύγουστο του 2025 σηματοδότησε την τυποποίηση του καθεστώτος, αν και οι τρόποι άσκησης εξουσίας παραμένουν βαθιά ριζωμένοι σε θρησκευτικές και φυλετικές παραδόσεις. Παράλληλα, το Αφγανιστάν έχει επανέλθει στο επίκεντρο του γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιδιώκουν την επιστροφή τους στη στρατηγική αεροπορική βάση του Μπαγκράμ, προκαλώντας ανησυχίες σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία.
ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Το σημερινό αφγανικό κράτος χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη διχοτόμηση εξουσίας: ενώ η Καμπούλ παραμένει η επίσημη πρωτεύουσα και έδρα της κυβέρνησης, το πραγματικό κέντρο εξουσίας βρίσκεται στην Κανταχάρ, τη γενέτειρα του κινήματος των Ταλιμπάν. Εκεί ζει σε απομόνωση ο Ανώτατος Ηγέτης Αχουντζάντα, ο οποίος ασκεί απόλυτο έλεγχο στις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν τη χώρα.
Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, από τους 1.180 ανώτερους αξιωματούχους της κυβέρνησης, μόνο 30 δεν είναι μέλη των Ταλιμπάν. Από τους 32 ανώτατους κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού και των υπουργών, 11 προέρχονται από την επαρχία της Κανταχάρ. Αυτή η συγκέντρωση εξουσίας, αντανακλά τη βαθιά σύνδεση του καθεστώτος με τη γενέτειρά του και την επιθυμία για συγκεντρωτικό έλεγχο.
Ο Αχουντζάντα εκδίδει τακτικά διατάγματα προς την κυβέρνηση της Καμπούλ και διενεργεί ανακατατάξεις αξιωματούχων, επιδεικνύοντας τον απόλυτο έλεγχό του. Τον Νοέμβριο του 2024, ανέλαβε τον έλεγχο της διανομής στρατιωτικού εξοπλισμού, ενώ τον Αύγουστο του 2025 ίδρυσε «Οικονομικό Γραφείο» στην Κανταχάρ για την εποπτεία των οικονομικών όλων των δημόσιων ιδρυμάτων, ενισχύοντας περαιτέρω τον έλεγχο του στην οικονομική εξουσία.
Η πιο σημαντική εκδήλωση της κυριαρχίας της Κανταχάρ ήταν η θέσπιση του «Νόμου Ηθικής» τον Αύγουστο του 2024. Αυτό το διάταγμα, που επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών, ιδίως των γυναικών, προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και αντιδράσεις, ακόμη και εντός των Ταλιμπάν. Οι πολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν αποκάλυψαν ρωγμές στο καθεστώς: τον Δεκέμβριο του 2024, ο υπουργός Προσφύγων Χαλίλ Ραχμάν Χακκάνι δολοφονήθηκε σε επίθεση καμικάζι, ενώ τον Ιανουάριο του 2025, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Στανικζάι διέφυγε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αφού επέκρινε δημόσια τον Αχουντζάντα. Λίγο αργότερα, ο υπουργός Εσωτερικών Σιραχουντίν Χακκάνι εξαφανίστηκε, επίσης μετά από ταξίδι στα Εμιράτα, επανεμφανιζόμενος τον Μάρτιο.
Αυτά τα γεγονότα αντανακλούν τη σύγκρουση μεταξύ του «Δικτύου Χακκάνι», που διατηρούσε παραδοσιακά σχετική ανεξαρτησία εντός των Ταλιμπάν, και της ηγεσίας της Κανταχάρ. Παρά τις εντάσεις, η Κανταχάρ διατήρησε την κυριαρχία της: ο Σιραχουντίν Χακκάνι επέστρεψε στη θέση του δηλώνοντας πίστη στον Αχουντζάντα, ενώ ο «Νόμος Ηθικής» συνέχισε να εφαρμόζεται σε όλη τη χώρα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η λέξη «Ταλιμπάν» σημαίνει κυριολεκτικά «μαθητές», και το κίνημα πράγματι αναδύθηκε από τα θρησκευτικά σχολεία (μαντράσες). Μετά την επιστροφή τους στην εξουσία, οι Ταλιμπάν έδωσαν προτεραιότητα στην ανάπτυξη αυτών των ιδρυμάτων ως μέσου διακυβέρνησης. Σύμφωνα με έκθεση του υπουργείου Παιδείας τον Μάιο του 2025, κατά τα τελευταία τρία χρόνια ιδρύθηκαν 22.972 θρησκευτικά σχολεία, ενώ μόνο 269 σύγχρονα σχολεία κατασκευάστηκαν την ίδια περίοδο.
Οι μαντράσες αποτελούν τη βάση της επιρροής των ουλεμάδων (θρησκευτικών λογίων), οι οποίοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διακυβέρνηση. Η κυβέρνηση δημιούργησε 87.592 θέσεις εργασίας στις μαντράσες σε όλη τη χώρα, με το 84% να έχει καλυφθεί. Κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, κατασκευάστηκαν πάνω από 420 κοιτώνες που φιλοξενούν 21.250 φοιτητές, ενώ 43.818 θρησκευτικά πρόσωπα έλαβαν πιστοποίηση μέσω κοινών εξετάσεων.
Από την ίδρυσή τους το 1994, οι Ταλιμπάν έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τις μαντράσες, οι οποίες παρείχαν ανθρώπινους πόρους και ιδεολογική υποστήριξη. Ιδίως κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στη δεκαετία του ‘90, οι θρησκευτικοί δικαστές που εκπαιδεύτηκαν στις μαντράσες, προσέφεραν νομιμότητα στη διακυβέρνηση των περιοχών υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Μετά την πρώτη τους άνοδο στην εξουσία το 1996, οι Ταλιμπάν παραχώρησαν πολιτική εξουσία στους ουλεμάδες για να ενισχύσουν τη «θρησκευτική τους αυθεντία».
Από την επιστροφή τους στην εξουσία, οι Ταλιμπάν άρχισαν να οργανώνουν συμβούλια ουλεμάδων σε όλα τα επίπεδα. Τα επαρχιακά συμβούλια, των οποίων τα μέλη διορίζονται από τον Ανώτατο Ηγέτη, είναι υπεύθυνα για την εποπτεία της διοίκησης του κυβερνήτη, τη διαμεσολάβηση σε διαφορές και τη λειτουργία ως «γέφυρα» μεταξύ κυβέρνησης και λαού.
Τον Μάιο του 2024, οι Ταλιμπάν κατάργησαν επίσημα τα «Συμβούλια Κοινοτικής Ανάπτυξης», ένα σύστημα που είχε προσαρμοστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και απαίτησαν όλα τα αναπτυξιακά έργα να εποπτεύονται από τοπικά συμβούλια ουλεμάδων. Έτσι, οι ουλεμάδες έχουν γίνει η επέκταση του καθεστώτος των Ταλιμπάν σε αγροτικές περιοχές, ασκώντας λειτουργίες διαμεσολάβησης, διαιτησίας και διατήρησης της κοινωνικής τάξης.
Στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2024, δείχνουν ότι παρόλο που μόνο λίγες επαρχίες έχουν επίσημα ιδρύσει συμβούλια ουλεμάδων, τα «Συμβούλια Κοινοτικής Ανάπτυξης» έχουν ουσιαστικά πάψει να λειτουργούν. Σε χωριά όπου δεν έχουν συσταθεί συμβούλια ουλεμάδων, πρεσβύτεροι που ορίστηκαν από τους Ταλιμπάν και τοπικοί ουλεμάδες, έχουν αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στη διακυβέρνηση.
Αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης δεν δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τους Ταλιμπάν. Η άνθιση των θρησκευτικών σχολείων και η άνοδος της τάξης των ουλεμάδων αντικατοπτρίζουν επίσης, μεταβολές στην κοινωνική δομή του Αφγανιστάν κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, τα θρησκευτικά πρόσωπα δεν ασκούσαν παραγωγική εργασία και συνήθως δεν κατείχαν γη, βασιζόμενα σε δωρεές από τους πιστούς για επιβίωση. Μετά τη σοβιετική εισβολή, τα χρόνια της ένοπλης σύγκρουσης διέλυσαν την υπάρχουσα κοινωνική δομή. Ορισμένα θρησκευτικά πρόσωπα ανέβηκαν πολιτικά μέσω ένοπλων δραστηριοτήτων, ιδίως δημιουργώντας δεσμούς με τους Ταλιμπάν. Άλλα έλαβαν υψηλότερα επίπεδα θρησκευτικής εκπαίδευσης ως πρόσφυγες σε χώρες όπως το Πακιστάν, αυξάνοντας την επιρροή τους. Η μαζική εισροή διεθνούς βοήθειας μετά το 2001 τους παρείχε επίσης περισσότερες οικονομικές ευκαιρίες.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ»
Το Αφγανιστάν είναι μια πολυεθνική χώρα, και για τους Ταλιμπάν, των οποίων η πλειονότητα είναι Παστούν, η διαχείριση των διεθνοτικών σχέσεων αποτελεί σημαντική πρόκληση διακυβέρνησης. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, οι Παστούν αποτελούν περίπου το 90% των ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων, ενώ οι Τατζίκοι και οι Ουζμπέκοι μόλις το 5,4% και το 3% αντίστοιχα. Από τους 30 αξιωματούχους σε επίπεδο υπουργού και ανώτερο, 24 είναι Παστούν.
Τον Σεπτέμβριο του 2024, εμφανίστηκαν στοιχεία που περιγράφουν πώς οι Ταλιμπάν εδραίωσαν τη διακυβέρνησή τους σε περιοχές εθνοτικών μειονοτήτων, στο βόρειο Αφγανιστάν. Οι κύριες μέθοδοι περιλαμβάνουν: αποστολή αξιωματούχων προερχομένων εκ μειονοτήτων από τους ίδιους τους Ταλιμπάν σε τοπικές περιοχές, εφαρμογή εθνοτικής εξισορρόπησης στην κατανομή θέσεων, εξασθένιση τοπικών πολέμαρχων και υποστήριξη νέων ηγετών πιστών στους Ταλιμπάν χωρίς τοπικές διασυνδέσεις, εκμετάλλευση και συνεργασία με τοπικές κοινωνικές ελίτ και ίδρυση θρησκευτικών σχολείων για την αναδιαμόρφωση της επιρροής τους στην τοπική κοινωνία.
Πέρα από τη θρησκευτική εκμετάλλευση, αυτές οι προσεγγίσεις εντάσσονται στα πλαίσια της «παραδοσιακής πολιτικής σοφίας» για τη διαχείριση πολύπλοκων διεθνοτικών σχέσεων στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, παρουσιάζουν εγγενείς πολιτικές προκλήσεις: πώς να αξιοποιηθεί η τοπική δύναμη χωρίς να ξεπεράσει κάποια όρια; Πώς να εξισορροπηθούν οι τοπικές διεθνοτικές σχέσεις χωρίς να εμπλακούν οι ίδιοι οι Ταλιμπάν σε αυτές; Πώς να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά η «παλαιά φρουρά» του προηγούμενου καθεστώτος, χωρίς να επιτρέψουν την «αποκατάστασή» της;
Για παράδειγμα, λόγω του μεγάλου αριθμού ντόπιων που απασχολούνται στην επαρχία Μπανταχσάν, η απαγόρευση της καλλιέργειας οπίου από τους Ταλιμπάν ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί και έτσι, η περιοχή έγινε μεγάλος κόμβος παραγωγής οπίου. Άλλο παράδειγμα είναι το Παντζίρ, το τελευταίο προπύργιο αντίστασης κατά των Ταλιμπάν. Μετά την κατάληψη του, οι Ταλιμπάν ανέπτυξαν μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και συνεργάστηκαν με τοπικές δυνάμεις, αλλά αυτό τελικά έγινε μη βιώσιμο λόγω έλλειψης αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Επιπλέον, η σύγκρουση μεταξύ Σουνιτικού και Σιιτικού Ισλάμ παραμένει σημαντικός παράγοντας στην περιπλοκότητα των διεθνοτικών σχέσεων. Οι Ταλιμπάν, ως Σουνίτες Μουσουλμάνοι, προσπαθούν να κυβερνήσουν τη χώρα βασισμένοι σε Σουνιτικό θρησκευτικό δόγμα και δίκτυα. Το κατά πόσον μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως την «παραδοσιακή πολιτική σοφία» στη διαχείριση διεθνοτικών σχέσεων, ιδίως την εξισορρόπηση των απαιτήσεων της Σιιτικής μειονότητας, παραμένει ανοιχτό ερώτημα.
Ενώ η «παραδοσιακή πολιτική σοφία» αξίζει να μελετηθεί, η επίλυση των παραδοσιακών πολιτικών προβλημάτων είναι κάτι που μόνο ένα σύγχρονο κράτος μπορεί να επιτύχει. Πόσο μακριά βρίσκεται το Αφγανιστάν υπό τους Ταλιμπάν από το να γίνει σύγχρονο κράτος; Η τρέχουσα προσέγγισή τους, εκδίδοντας διαταγές από την Κανταχάρ και βασιζόμενοι σε άτυπες δυναμικές εξουσίας, αντανακλά σαφώς περισσότερο «παραδοσιακή σοφία» παρά σύγχρονες μεθόδους. Επιπλέον, το σύστημα διακυβέρνησης τους, που επικεντρώνεται σε δίκτυο θρησκευτικών σχολείων και την ανασυγκρότηση της τάξης των ουλεμάδων, εγείρει ερωτήματα σχετικά με το αν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες διακυβέρνησης ενός σύγχρονου κράτους.
Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις για τη γεωπολιτική σημασία του Αφγανιστάν στη Κεντρική Ασία, έχουν επανέλθει στο προσκήνιο
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΓΚΡΑΜ
Η αεροπορική βάση του Μπαγκράμ, που βρίσκεται περίπου 60 χιλιόμετρα βόρεια της Καμπούλ στην επαρχία Παρβάν, αποτελεί το μεγαλύτερο αεροδρόμιο στο Αφγανιστάν και έναν από τους πιο στρατηγικούς χώρους στην περιοχή. Εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι η Παρβάν κατέχει τα κλειδιά για τον έλεγχο μεγάλου μέρους του Αφγανιστάν, λόγω των συνδέσεών της με βασικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένων της Καμπούλ, της Κανταχάρ και της Μπαμιάν.
Η βάση κατασκευάστηκε αρχικά από τους Σοβιετικούς στη δεκαετία του 1950, όταν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ ανταγωνίζονταν για επιρροή στο Αφγανιστάν. Κατά τη διάρκεια του σοβιετοαφγανικού πολέμου (1979-1989), το Μπαγκράμ έγινε ζωτικής σημασίας σοβιετική βάση κατά των Μουτζαχεντίν. Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών τη δεκαετία του 1990, η εγκαταλελειμμένη βάση έγινε η πρώτη γραμμή του μετώπου στον πόλεμο μεταξύ των Ταλιμπάν και των μαχητών της Βόρειας Συμμαχίας.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ανέλαβαν τον έλεγχο, καθώς ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν. Κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες, καθώς ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» μαίνονταν, το Μπαγκράμ έγινε το επίκεντρο της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν. Η βάση επεκτάθηκε σε πάνω από 77 τετραγωνικά χιλιόμετρα και κατασκευάστηκε νέος, βελτιωμένος διάδρομος προσγείωσης, καθώς και ιατρικές εγκαταστάσεις. Ένα παλιό υπόστεγο χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο κράτησης και προκάλεσε συγκρίσεις με τη βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα, λόγω αναφορών για βασανιστήρια.
Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ (2017-2021) υπέγραψε το 2020 συμφωνία με τους Ταλιμπάν που προέβλεπε την αποχώρηση όλων των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ από το αφγανικό έδαφος μετά από δύο δεκαετίες. Κατά τον επόμενο χρόνο, οι Ταλιμπάν κέρδισαν έδαφος. Το τελευταίο αμερικανικό αεροσκάφος απογειώθηκε από το αεροδρόμιο της Καμπούλ στις 30 Αυγούστου 2021. Οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν εκκενώσει το Μπαγκράμ στις 2 Ιουλίου· η βάση έπεσε στους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου.
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΠΑΓΚΡΑΜ
Τον Σεπτέμβριο του 2025, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε σχέδια για την ανάκτηση του ελέγχου της αεροπορικής βάσης του Μπαγκράμ. Δήλωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και υποστήριξε ότι «πρόκειται να κρατήσουμε το Μπαγκράμ, τη μεγαλύτερη αεροπορική βάση στον κόσμο. Την παραδώσαμε για το τίποτα. Και παρεμπιπτόντως, προσπαθούμε να την πάρουμε πίσω».
Ο Τραμπ επικαλέστηκε ως έναν από τους λόγους επιστροφής, την ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσουν τον κύριο αντίπαλό τους, την Κίνα, επειδή η βάση βρίσκεται «μία ώρα μακριά από τον τόπο παραγωγής πυρηνικών όπλων της Κίνας». Ωστόσο, δεν είναι σαφές σε ποια κινεζική πυρηνική εγκατάσταση αναφερόταν ο Τραμπ. Η πλησιέστερη γνωστή τοποθεσία δοκιμών βρίσκεται 2.000 χιλιόμετρα μακριά στο Λοπ Νουρ του Σιντζιάνγκ, όπου η Κίνα δοκίμασε την πρώτη της ατομική βόμβα το 1964.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, η Ουάσιγκτον εξετάζει το ενδεχόμενο επιστροφής ενός περιορισμένου στρατιωτικού αποσπάσματος στην αεροπορική βάση για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων κατά της τρομοκρατίας. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη έρθει σε επαφή με εκπροσώπους των Ταλιμπάν, ξεκινώντας διάλογο σχετικά με την επιστροφή Αμερικανών στη βάση. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο, με την αμερικανική πλευρά να εκπροσωπείται από τον ειδικό απεσταλμένο του Τραμπ για θέματα ομήρων, Άνταμ Μπέλερ.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ήδη υπονοήσει ότι οι Ταλιμπάν ενδέχεται να επιτρέψουν την επιστροφή των αμερικανικών στρατευμάτων επειδή «χρειάζονται κάτι από εμάς». Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ κλιμάκωσε τη ρητορική του, δηλώνοντας στο Truth Social: «Αν το Αφγανιστάν δεν επιστρέψει την αεροπορική βάση του Μπαγκράμ σε αυτούς που την έχτισαν, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ΚΑΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΘΑ ΣΥΜΒΟΥΝ!!!»
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Αφγανιστάν και σύμβουλος του Υπουργού Εξωτερικών, Ζακίρ Τζαλαλί, αποκλείει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη χώρα. «Το Αφγανιστάν και οι ΗΠΑ πρέπει να αλληλοεπιδρούν και μπορούν να οικοδομήσουν οικονομικές και πολιτικές σχέσεις βασισμένες στον αμοιβαίο σεβασμό και τα κοινά συμφέροντα», δήλωσε ο Τζαλαλί. Ο διπλωμάτης υπενθύμισε ότι οι Αφγανοί ιστορικά, δεν συμφώνησαν με αμερικανική στρατιωτική παρουσία, «και αυτή η δυνατότητα απορρίφθηκε πλήρως κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και της συμφωνίας στη Ντόχα, αλλά η πόρτα είναι ανοιχτή για περαιτέρω συνεργασία».
Ο αρχηγός του Επιτελείου του Αφγανικού Στρατού Φασιχουντίν Φιτράτ απέρριψε επίσης διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς σχετικά με τη βάση, δηλώνοντας ότι η παρουσία ακόμη και ενός ξένου στρατιώτη σε αφγανικό έδαφος είναι «απαράδεκτη για το Ισλαμικό Εμιράτο».
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ
Σύμφωνα με την ινδική ειδησεογραφική υπηρεσία Indo-Asian News Service, το Μπαγκράμ θα ήταν ιδανικό κέντρο πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης για τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να παρακολουθούν τη Νότια, Κεντρική και Δυτική Ασία. Η εγκατάσταση «θα επιτρέψει περιφερειακές επιχειρήσεις κατά της τρομοκρατίας, θα χρησιμεύσει ως κέντρο οργάνωσης και ανεφοδιασμού για ταχεία περιφερειακή ανταπόκριση και θα παρέχει μια προωθημένη πλατφόρμα για την παρακολούθηση εξελίξεων στην περιοχή». Ωστόσο, αυτή η κίνηση συνεπάγεται επίσης δισεκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες των ΗΠΑ για μια τεράστια στρατιωτική δέσμευση, σημαντικές ανάγκες άμυνας και υποστήριξης, επισκευές, εκσυγχρονισμό και συνεχή επανεφοδιασμό της χωρίς θαλάσσια πρόσβαση, αεροπορικής βάσης.
Το Πεκίνο δεν έχει σχολιάσει επίσημα τις δηλώσεις του Τραμπ σχετικά με την επιθυμία του να ανακτήσει τον έλεγχο της βάσης, αλλά τα κινεζικά και τα αγγλόφωνα μέσα του Χονγκ Κονγκ χαρακτήρισαν τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου ως γεωπολιτικά ευαίσθητες. Σύμφωνα με Κινέζους εμπειρογνώμονες, το Πεκίνο θα εξέταζε οποιαδήποτε ανανεωμένη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν, ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την περιφερειακή ασφάλεια και πιθανή κλιμάκωση του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας. Το Πεκίνο επί του παρόντος, θεωρεί το Αφγανιστάν ως δυνητικά σημαντικό στοιχείο της παγκόσμιας πρωτοβουλίας «Ζώνη και Δρόμος» που έχει αναπτύξει.
Το Αφγανιστάν έχει ιστορικά χρησιμεύσει ως σημαντικός κρίκος στον Μεγάλο Δρόμο του Μεταξιού και αρκετές κρίσιμες μεταφορικές διαδρομές μπορούν να περάσουν από το έδαφός του. Εκτός από τον Διάδρομο Βαχάν στην επαρχία Μπανταχσάν (που συχνά αναφέρεται ως ο «στρατηγικός πυρήνας» της Ευρασίας), υπάρχει συζήτηση για τον Διάδρομο Κεντρικής Ασίας-Νότιας Ασίας, που συνδέει τη Ρωσία, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν με το Πακιστάν και την Ινδία, καθώς και για τον Διαφγανικό Διάδρομο, που προορίζεται να συνδέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Ρωσία, το Ουζμπεκιστάν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ινδία και μια ομάδα κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η Μόσχα θεωρεί ότι οι ανακοινώσεις για επιστροφή στην αεροπορική βάση του Μπαγκράμ αποτελούν δήλωση προθέσεων. Κατά μια ερμηνεία, σήμερα, αντί για μια συνεκτική στρατηγική εξωτερικής πολιτικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα «σύστημα ορμών που απορρέουν από τον Τραμπ». Η συζήτηση για αμερικανική επιστροφή στο Αφγανιστάν προέκυψε μετά τον βομβαρδισμό του Ιράν και στο πλαίσιο αντιμετώπισης της στρατηγικής συμμαχίας που περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα. Αυτή η βάση προορίζεται να υπονομεύσει τα συμφέροντα όλων των τοπικών παικτών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας.
Μετά από μια ενδεχόμενη επιστροφή στη βάση, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναπτύξουν μη επανδρωμένα αεροσκάφη εκεί και να διεξάγουν αναγνώριση πάνω από κινεζικά εδάφη. Σύμφωνα όμως με στρατιωτικούς αναλυτές, το πρόβλημα είναι ότι η βάση είναι απομονωμένη και σε περίπτωση σοβαρής σύγκρουσης, θα καταστρεφόταν αμέσως. Στην πραγματικότητα, δεν έχει στρατιωτική αξία ως στοιχείο πίεσης στην Κίνα, αλλά έχει συνολική γεωστρατηγική σημασία.
Εάν το επιθυμούν, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν με τους Ταλιμπάν σχετικά με την επιστροφή στο Μπαγκράμ. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να πληρώσουν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν για να δώσουν άδεια χρήσης του εδάφους.
Ταυτόχρονα, μια πιθανή επιστροφή στην αεροπορική βάση δεν πρέπει να θεωρείται ως επανάληψη της αμερικανικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Το 2021, οι ΗΠΑ συμμορφώθηκαν με την απαίτηση των Ταλιμπάν να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. «Ήταν οι Ταλιμπάν που έδιωξαν τους Αμερικανούς από το Αφγανιστάν. Έτσι, η επιστροφή στη βάση μπορεί να συμβεί μόνο μη βίαια, μέσω αμοιβαίας συμφωνίας.
Οι Ταλιμπάν μπορεί να υποχωρήσουν στους Αμερικανούς, αλλά θα απαιτήσουν την πλήρη άρση των διεθνών κυρώσεων εναντίον τους και το ξεμπλοκάρισμα των λογαριασμών τους σε δυτικές τράπεζες. Δεν φαίνεται ότι οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να εξαπολύσουν στρατιωτική επιχείρηση. Οι Αμερικανοί θα διακινδύνευαν να χάσουν αυτόν τον πόλεμο, γεγονός που θα αποτελούσε νέο πλήγμα στο γόητρο τους.
Αλλά ακόμα και η επιστροφή στο Μπαγκράμ, δεν θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να ανατρέψουν τα σχέδια της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας για τη δημιουργία εφοδιαστικών διαδρομών, αλλά οι Αμερικανοί θα μπορούν να έχουν εικόνα για τα δρώμενα στην ευρύτερη περιοχή.
Τον Απρίλιο του 2025, ανεπίσημες αναφορές ανέφεραν ένα αμερικανικό στρατιωτικό αεροσκάφος να λειτουργεί σε σιωπή ασυρμάτου και με μπλοκαρισμένο αναμεταδότη, υποτίθεται καθ’ οδόν από τη Ντόχα προς το Αφγανιστάν. Εντοπίστηκε κοντά στην αεροπορική βάση του Μπαγκράμ, προκαλώντας εικασίες για αμερικανική επίσκεψη ή προσωρινή παρουσία στη βάση. Η κυβέρνηση των Ταλιμπάν διέψευσε την παράδοση της βάσης ή την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων εκεί.
ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑ
Η πρόσφατη αναζωπύρωση των εχθροπραξιών μεταξύ Πακιστάν και Αφγανιστάν, το οποίο τώρα ελέγχεται από τους Ταλιμπάν, σηματοδοτεί μια επικίνδυνη και ασταθή περίοδο στην περιοχή. Οι συγκρούσεις κατέστρεψαν ακόμα και τη σύντομη εκεχειρία 48 ωρών που συμφωνήθηκε, αποδεικνύοντας την ένταση και την απειλή ενός μεγαλύτερου πολέμου. Παρά το γεγονός ότι το Πακιστάν διαθέτει πυρηνικά όπλα και οι Ταλιμπάν έχουν στην κατοχή τους αμερικανικό οπλισμό, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων και αεροπορικών μέσων, το ενδεχόμενο ενός συνολικού πολέμου τρομάζει τη διεθνή κοινότητα.
Η επίθεση της Πακιστανικής αεροπορίας στην πρωτεύουσα Καμπούλ και η ταχεία αντίδραση των Ταλιμπάν με στρατιωτικές επιχειρήσεις για κατάληψη 19 συνοριακών σημείων υπογραμμίζουν την κρίσιμη στρατιωτική κατάσταση. Οι Ταλιμπάν, μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, ενίσχυσαν σημαντικά το οπλοστάσιό τους με τα όπλα που άφησε πίσω του το Πεντάγωνο, επιτρέποντας επιδρομές σε βαθύτερα σημεία του Πακιστάν, όπως στη Λαχόρη, δίπλα στα σύνορα με την Ινδία.
Η κατάσταση περιπλέκεται από την ύπαρξη της TTP (Tehrik-e-Taliban Pakistan), μιας αντάρτικης ομάδας, διεθνώς αναγνωρισμένης ως τρομοκρατική, που εδρεύει στο βορειοδυτικό Πακιστάν και βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με την πακιστανική κυβέρνηση. Οι σχέσεις μεταξύ των Αφγανών Ταλιμπάν και της TTP παραμένουν υπό αμφισβήτηση, με επίσημες αρνήσεις από την αφγανική πλευρά για την παρουσία της TTP στην επικράτειά τους, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν κατηγορίες ότι οι Αφγανοί Ταλιμπάν υποστηρίζουν την ομάδα αυτή με οπλισμό και προσωπικό, λόγω των κοινοτήτων Παστούν που ταυτίζονται και στις δύο πλευρές, αλλά και των ιδεολογικών δεσμών μέσω του Pashtunwali εθνικισμού.
Η γραμμή Ντουράντ, τα σύνορα που χάραξαν οι Βρετανοί στο τέλος του 19ου αιώνα μεταξύ Πακιστάν και Αφγανιστάν, παραμένει πηγή έντασης, καθώς δεν αναγνωρίζεται από τους Ταλιμπάν ούτε από την προηγούμενη κυβέρνηση και οδηγεί σε περιοχές ασαφούς ελέγχου, υπό την επιρροή του Αφγανιστάν και των φυλών Παστούν. Αυτή η ασαφής οριοθέτηση δημιουργεί σταθερές συνθήκες έντασης, με το Πακιστάν να μην ασκεί πλήρη έλεγχο σε περιοχές όπως το Ουαζιριστάν, που λειτουργεί σαν ανεπίσημο κράτος υπό την επιρροή των Ταλιμπάν.
Η Κίνα παίζει κρίσιμο ρόλο στην αποτροπή επέκτασης του πολέμου και στην επιδίωξη σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Παρά τις ιδεολογικές της αντιθέσεις με τον ισλαμισμό, ειδικά μετά τα γεγονότα με τους Ουιγούρους, η Κίνα έχει εγκαθιδρύσει κανονικές σχέσεις με τους Ταλιμπάν, ενεργώντας ως παράγοντας επιρροής για την αποτροπή μιας μεγάλης σύγκρουσης. Η πρωτοβουλία για ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, που διαμεσολαβήθηκε από την Κίνα, αποτελεί δείγμα της επιρροής της στο γεωπολιτικό σκηνικό.
Μακροπρόθεσμα, η Κίνα επιδιώκει τον έλεγχο εμπορικών δρόμων που διασχίζουν το Αφγανιστάν, συνδέοντας τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία με τις ακτές του Πακιστάν. Αυτή η γεωστρατηγική επιδίωξη όμως συγκρούεται με την ιδεολογική κατάσταση και την αστάθεια που επικρατεί στην περιοχή λόγω της δράσης των Ταλιμπάν και των άλλων οργανώσεων, αλλά και των νέων αμερικανικών βλέψεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν αντιπροσωπεύει μια μοναδική περίπτωση σύγχρονης διακυβέρνησης που βασίζεται σε βαθιά θρησκευτικές και παραδοσιακές δομές. Η συγκέντρωση εξουσίας στην Κανταχάρ υπό τον Ανώτατο Ηγέτη Αχουντζάντα, η έμφαση στα θρησκευτικά σχολεία ως μηχανισμού διακυβέρνησης, και η εφαρμογή «παραδοσιακής πολιτικής σοφίας» στη διαχείριση πολυεθνοτικών σχέσεων δημιουργούν ένα σύστημα που αντιστέκεται στις κλασικές κατηγοριοποιήσεις των σύγχρονων κρατών.
Ωστόσο, το καθεστώς αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Εσωτερικά, οι εντάσεις μεταξύ της Κανταχάρ και της Καμπούλ, οι διαφορές απόψεων μεταξύ «πραγματιστών» και «σκληροπυρηνικών», και η αμφίβολη ικανότητα των θρησκευτικών δομών να ανταποκριθούν στις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους, εγείρουν ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Η διαχείριση εθνοτικών μειονοτήτων και θρησκευτικών διαιρέσεων παραμένει εύθραυστη, παρά την εφαρμογή παραδοσιακών στρατηγικών.
Εξωτερικά, το Αφγανιστάν έχει επανέλθει στο επίκεντρο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Η επιδίωξη των ΗΠΑ να επιστρέψουν στη στρατηγική αεροπορική βάση του Μπαγκράμ αντικατοπτρίζει την ανανεωμένη αμερικανική ανησυχία για την κινεζική και ρωσική επιρροή στην περιοχή. Το Αφγανιστάν, λόγω της στρατηγικής του θέσης στον άξονα μεταξύ Κεντρικής, Νότιας και Δυτικής Ασίας, αποτελεί κρίσιμο κόμβο για μεταφορικές διαδρομές και οικονομικές πρωτοβουλίες όπως η κινεζική «Ζώνη και Δρόμος».
Οι Ταλιμπάν, παρά τη ρητορική τους περί ανεξαρτησίας, αντιμετωπίζουν το δίλημμα του πώς να εξασφαλίσουν διεθνή αναγνώριση και οικονομική υποστήριξη χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την κυριαρχία τους. Η πιθανή επιστροφή των ΗΠΑ στο Μπαγκράμ, είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε μέσω πίεσης, θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά το περιφερειακό ισοζύγιο δυνάμεων, επηρεάζοντας τις σχέσεις της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας και του Πακιστάν με το Αφγανιστάν.
Προς το παρόν, ο ρόλος της Κίνας στη διατήρηση ισορροπιών στη περιοχή, ιδίως μεταξύ Πακιστάν και Αφγανιστάν, εξακολουθεί να είναι καθοριστικός.
Το κρίσιμο ερώτημα που παραμένει είναι αν οι Ταλιμπάν μπορούν να εξελιχθούν από ένα κίνημα που βασίζεται σε θρησκευτική ιδεολογία και παραδοσιακές δομές σε μια λειτουργική σύγχρονη κυβέρνηση ικανή να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η σημερινή περίοδος, χωρίς μεγάλης κλίμακας εσωτερική αντίσταση ή εξωτερική παρέμβαση, προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία για το Αφγανιστάν να διερευνήσει το δικό του μονοπάτι προς το μέλλον. Ωστόσο, εάν οι Ταλιμπάν αποτύχουν να αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία, η ζημιά στην εθνική ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν θα είναι πιθανώς, ιστορική.
Η επόμενη τετραετία θα είναι καθοριστική για το αν το Αφγανιστάν θα εξελιχθεί προς τη σταθερότητα και την ανάπτυξη ή θα παραμείνει παγιδευμένο σε έναν κύκλο παραδοσιακών πρακτικών που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες.




