Το τέλος του Παναραβισμού και του αραβικού σοσιαλισμού | Νάσος Πετράκης

Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Συρία, έθεσαν τέλος σε άλλο ένα κοσμικό κράτος στη Μέση Ανατολή και τελείωσαν τυπικά ‒γιατί ουσιαστικά είχε τελειώσει προ πολλού‒ το τελευταίο προπύργιο του παναραβισμού και του αραβικού σοσιαλισμού.

Το Κόμμα Μπάαθ, γεννημένο από τις στάχτες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, είχε υποστηρίξει τον παναραβισμό από τη δημιουργία του το 1947 και είχε καθιερωθεί με ποικίλους βαθμούς επιρροής, σε διάφορες χώρες της Βόρειας Αφρικής (Αίγυπτος, Αλγερία, Σουδάν, Μαυριτανία, Τυνησία και Λιβύη) και της Μέσης Ανατολής (Ιορδανία, Υεμένη, Παλαιστίνη, Λίβανος, Ιράκ και Συρία).

Στη χώρα των Αράβων, ο σοσιαλισμός άρχισε να αναπτύσσεται μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξεκίνησε ως διαμαρτυρία ενάντια στην κατεστημένη βασιλεία μιας αραβικής άρχουσας οικογένειας, στην οποία κανένας πολίτης δεν είχε φωνή. Πολλοί Άραβες αγωνίστηκαν ενάντια σε αυτές τις οικογένειες και ήθελαν ένα πιο φιλελεύθερο πολίτευμα. Οι περισσότεροι από τους διαφωνούντες ήταν εξοικειωμένοι με τη δυτική πολιτική και τον τρόπο ζωής. Υποστήριξαν την αλλαγή της αραβικής πολιτικής μέσω των μεταρρυθμίσεων στην πολιτική, την κοινωνία, την ανεξαρτησία και την αραβική ενότητα. Οι δυσαρέσκειες προέρχονταν κυρίως από δημόσιους υπαλλήλους, στρατιωτικούς, φοιτητές και τεχνικούς. Τα εργατικά συνδικάτα και οι άνεργοι νέοι διευκόλυναν τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες. Μερικοί πολιτικοί χρησιμοποίησαν αυτούς τους παράγοντες για να δημιουργήσουν νέα κόμματα που υιοθέτησαν εκδοχές της σοσιαλιστικής θεωρίας. Το κόμμα Μπάαθ της Συρίας και ο νασερισμός στην Αίγυπτο είναι δύο εξέχοντα παραδείγματα.

Το κόμμα του Μπάαθ δημιουργήθηκε από δύο δασκάλους ενός σχολείου της Δαμασκού, τους Μισέλ Αφλάκ και Σαλαχουσίν Αλ Μπιθάρ, το 1943. Η ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος Μπάαθ, η οποία συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1947, περιελάμβανε πολλές αρχές που έμοιαζαν με τα κλασικά ρεύματα του σοσιαλισμού της Ευρώπης. Κυρίως, η διακήρυξη ζητούσε αραβική ταυτότητα, αναδιανομή της γης, εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και μεγάλων βιομηχανιών, εγγυήσεις μισθών, συνθηκών εργασίας και ασφάλισης γήρατος, δωρεάν ιατρική περίθαλψη και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση. Ένα εθνικό, λαϊκό, επαναστατικό κίνημα που αγωνίζεται να επιτύχει την αραβική ενότητα, ελευθερία και κοινωνική αλλαγή. Αυτή η διακήρυξη δεν τροποποιήθηκε, αλλά προστέθηκε μόνο μία νέα λέξη, «Isthiraki» (Σοσιαλιστικό), το 1953 μετά τη συγχώνευση του μικρού σοσιαλιστικού κόμματος του Ακράμ Χαουανί με το Μπάαθ.

Υπήρχαν δύο σημαντικοί στόχοι του κόμματος Μπάαθ: η δημιουργία μιας νέας μορφωμένης γενιάς, που θα αγωνιστεί για την αραβική ενότητα, καθώς και ο αραβικός εθνικισμός. Ο Αφλάκ υποστήριξε ότι για να αποκτηθεί πλήρης ελευθερία και ειρήνη, οι Άραβες πρέπει να είναι ενωμένοι. Για το Μπάαθ, ο καλύτερος τρόπος για να κινητοποιήσει τη νέα γενιά για λύσεις κοινωνικών προβλημάτων, ήταν να της διδάξει τη σοσιαλιστική θεωρία. Μόνο αυτό μπορούσε να οδηγήσει στον αραβικό εθνικισμό. Έτσι ο σοσιαλισμός και ο αραβικός εθνικισμός αλληλοσυμπληρώθηκαν στο Μπάαθ. Ακόμη και πριν το Μπάαθ αποκτήσει την εξουσία στη Συρία το 1963, ήταν ανοικτό σε κάθε ένδειξη αραβικού εθνικισμού. Υποστήριξε την άνοδο του νασερισμού στην Αίγυπτο και την ενοποίηση της Συρίας με την Αίγυπτο το 1958-1961 (UAR), ως πρώτο βήμα ενός παναραβικού κράτους. Ο αραβικός εθνικισμός για το Μπάαθ δεν βασίστηκε στην προηγούμενη ιστορία των Αράβων, αλλά στην παρούσα εμπειρία του αραβικού έθνους.

Ο αραβικός σοσιαλισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό, τα χαρακτηριστικά είναι πολύ διαφορετικά, στο βαθμό που ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός έχει τις ρίζες του στους αγώνες των εργαζομένων, ενώ ο αραβικός σοσιαλισμός έχει τις ρίζες του στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

Μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, το Ιρακινό Κόμμα Μπάαθ τέθηκε εκτός νόμου και απαγορεύτηκε από τις δυνάμεις κατοχής τον Ιούνιο του 2003, αν και συνέχισε να δρα παράνομα σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, υπό την ηγεσία του Ιζάτ Ιμπραήμ Αντ-Ντουρί, ο οποίος εξελέγη Γενικός Γραμματέας του Κόμματος Μπάαθ στις 3 Ιανουαρίου 2007 και πέθανε τον Οκτώβριο 2020.

Στην Αίγυπτο, ο Νάσερ τήρησε κάποια από τα αξιώματα του αραβικού σοσιαλισμού, προωθώντας την κρατική παρέμβαση στην οικονομία και εθνικοποιώντας εταιρείες βρετανικών και γαλλικών συμφερόντων. Ο διάδοχός του Αλ-Σαντάτ απομακρύνθηκε από τον λεγόμενο αραβικό σοσιαλισμό και ευθυγραμμίστηκε με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στην Υεμένη, ο Αμπντουλάχ αλ-Σαλάλ κατήργησε τη μοναρχία της Βόρειας Υεμένης στο όνομα του παναραβισμού του Νάσερ.

Στη Λιβύη, αν και η επανάσταση και οι επακόλουθες εξελίξεις είχαν παναφρικανικό χαρακτήρα, η Μεγάλη Αραβική Λιβυκή Σοσιαλιστική Λαϊκή Τζαμαχιρία του Μουαμάρ Καντάφι, είχε πολλά κοινά με το Μπάαθ.

Μετά την καταστροφή του Ιράκ, ακολούθησε η καταστροφή της Λιβύης και πριν από λίγο καιρό η καταστροφή της Συρίας. Στη πορεία του χρόνου, τα καθεστώτα αυτών των χωρών έγιναν προσωποπαγή και απομακρύνθηκαν από τις αρχές του σοσιαλισμού και του αραβικού εθνικισμού. Τελικά, έχασαν τη λαϊκή νομιμοποίηση και στήριξη, ανατράπηκαν από εξωτερικές εισβολές και μετατράπηκαν ξανά, σε δυτικά προτεκτοράτα.

Όσον αφορά τη Συρία, στις 27 Φεβρουαρίου 2012 διεξήχθη δημοψήφισμα για την έγκριση ενός νέου Συντάγματος και το άρθρο που έλεγε ότι το Κόμμα Μπάαθ είναι «το κύριο κόμμα της κοινωνίας και του κράτους» αποσύρθηκε, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει το καθεστώς του Μπασάρ Άσαντ τις χώρες της Δύσης, κάτι που δεν το ωφέλησε. Η επιθετικότητα συνεχίστηκε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2024, όταν και ανατράπηκε.

Προηγουμένως, στην Τυνησία, το πραξικόπημα του Μπεν Αλί κατά του προέδρου Χαμπίμπ Μπουργκίμπα και του κόμματος Ντεστούρ, που έμοιαζε με το Μπάαθ το 1987, συνδέθηκε με τη συνεχιζόμενη δυτική επιθετικότητα. Στο Σουδάν, το κόμμα με το όνομα Εθνικό Κόμμα του Κογκρέσου, βασίστηκε, όπως και το Μπάαθ, στον παναραβισμό και τον αραβικό εθνικισμό. Τέθηκε εκτός νόμου και τα περιουσιακά του στοιχεία κατασχέθηκαν, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 29ης Νοεμβρίου 2019, μαζί με μια δεκαετή απαγόρευση σε όλα τα μέλη του να είναι υποψήφιοι για εκλογές ή να κατέχουν δημόσια αξιώματα.

Για μια σειρά τέτοιων χωρών θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιστρέψαμε στην αποικιακή κατάσταση του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, μέσω μιας νεοαποικιοκρατίας που προκαλεί μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή, σε σύγκριση με το παρελθόν. Αυτή η νεοαποικιοκρατία είναι προσαρμοσμένη στη χρηματοπιστωτική φάση του ύστερου καπιταλισμού και οι νέοι αποικιστές μπορεί να μην ανήκουν σε μια συγκεκριμένη χώρα, αλλά στα Διοικητικά Συμβούλια μεγάλων επενδυτικών funds.

Κοινωνικά, η καταστροφή είναι ακόμη χειρότερη, αφού η κοινωνία έχει πλήρως αποσυντεθεί και η δυτική κουλτούρα είναι η μόνη που υπάρχει σε αυτές τις νέες αποικίες.

Το αν ο Παγκόσμιος Νότος μπορεί να αναδείξει νέες δυνάμεις που μπορούν να ανατρέψουν αυτές τις τάσεις, είναι ένα ανοικτό ερώτημα.