Τα δύο διαφορετικά ιστορικά παραδείγματα που παρατίθενται, για τον τρόπο που οι Μεγάλες Δυνάμεις προωθούν τα συμφέροντα τους, αφορούν τόσο τις πρώην Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, όσο και την πρώην ΕΣΣΔ.
Ωστόσο, η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι και σήμερα οι ΗΠΑ και η Ρωσία κινούνται με την ίδια λογική.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Όταν ο Τραμπ και ο Πούτιν διαπραγματεύτηκαν χωριστά για την επίλυση του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, πολλοί άνθρωποι συνέκριναν αυτή την πρακτική, του να μην επιτρέπεται στον άμεσα εμπλεκόμενο, δηλαδή στην η Ουκρανία να συμμετάσχει, με τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938, στην οποία η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία αγνόησαν το ενδιαφερόμενο μέρος, την Τσεχοσλοβακία, και υπέγραψαν τη προσάρτηση της Σουδητίας από τη Γερμανία.
Ο Τσέχος πρόεδρος Πετρ Πάβελ είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία χωρίς τη συμμετοχή της Ουκρανίας, «διαφορετικά θα ήταν μια επανάληψη της ιστορίας του κατευνασμού του Μονάχου, την οποία η Τσεχοσλοβακία έχει βιώσει πάρα πολύ καλά». Η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για Εξωτερικές Υποθέσεις και Πολιτική Ασφάλειας, Κάγια Κάλλας αναρωτήθηκε επίσης: “Δεν μπορώ να μην ρωτήσω: Επιστρέψαμε στην Τσεχοσλοβακία το 1938;”
Όσον αφορά την ιστορία του 1938, η κοινή συνισταμένη είναι: πρώτον, η πολιτική κατευνασμού δεν μπορεί να αποτρέψει την επιθετικότητα και τις επεκτατικές φιλοδοξίες. Δεύτερον, οι μεγάλες και ισχυρές χώρες ικανοποιούν τις δικές τους «εσωτερικές και εξωτερικές ανάγκες» ξεπουλώντας τα συμφέροντα μικρών και αδύναμων χωρών.
Συνήθως όλοι επικεντρώνονται στην καταδίκη του Χίτλερ για τη προσάρτηση του «ζωτικού χώρου», αλλά το πιο τραγικό είναι ότι η Βρετανία και η Γαλλία, δύο χώρες που ανήκαν στις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, στην πραγματικότητα ανέλαβαν την πρωτοβουλία να θυσιάσουν την Πράγα, τον σύμμαχό τους, στους Ναζί. Η Πολωνία και η Ουγγαρία εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και συμμετείχαν στη διαίρεση των γειτόνων τους. Δεν είναι περίεργο που ο Τσόρτσιλ περιέγραψε την Πολωνία και την Ουγγαρία ως «γύπες στο πτώμα της Τσεχοσλοβακίας» στα μεταπολεμικά του απομνημονεύματα.
Μετά την επιστροφή στη Βρετανία από το Μόναχο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν, κούνησε στον αέρα το κείμενο της συμφωνίας στο αεροδρόμιο και δήλωσε: “Είναι η δεύτερη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός πρωθυπουργός φέρνει μια αξιοπρεπή ειρήνη από τη Γερμανία. Πιστεύω ότι αυτή είναι η ειρήνη της εποχής μας”.
Η «πρώτη φορά» που δεν ανέφερε, αφορά τη διεθνή διάσκεψη του 1878 που φιλοξένησε ο Γερμανός Καγκελάριος Ότο φον Μπίσμαρκ στο Βερολίνο, όταν ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι ηγήθηκε αντιπροσωπείας για να επαναδιαπραγματευτεί τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που υπογράφηκε μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το συνέδριο, ο Ντισραέλι αποδυνάμωσε επιτυχώς τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια με σκληρά διπλωματικά μέσα και διασφάλισε τα συμφέροντα της Βρετανίας στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Μετά την επιστροφή του στη Βρετανία, ο Τσάμπερλεν καυχήθηκε για τη λεγόμενη «Ειρήνη για την εποχή μας». Ο Ντισραέλι έγινε επίσης δεκτός σαν ήρωας μετά την επιστροφή του στη χώρα. Ισχυρίστηκε ότι έφερε πίσω μια «Ειρήνη με Τιμή». Ωστόσο, όπως η Συμφωνία του Μονάχου του 1938 πρόδωσε τα συμφέροντα της Τσεχοσλοβακίας, η Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 επιτεύχθηκε επίσης με κόστος τη μείωση του εδάφους της Βουλγαρίας και την αναγνώριση της κατοχής της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Τα επιχειρήματα «ειρήνης» από τον Τραμπ ακούγονται συνεχώς: τόνισε επανειλημμένα ότι η μεσολάβησή του ήταν να αποφύγει νέους θανάτους κάθε μέρα, να αποφύγει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για την ειρήνη. Στην πραγματικότητα, έκανε ειρήνη μόνος του με τη Ρωσία για να αποκομίσει τα πιο απτά οφέλη (κοιτάσματα ορυκτών) για τις Ηνωμένες Πολιτείες πριν παρέμβει η Ουκρανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και για να το χρησιμοποιήσει μαζί με τις άλλες απαιτήσεις που έχει εγείρει για τον Καναδά, τη Γροιλανδία, τον Παναμά, τον Κόλπο του Μεξικού, ως προσωπικά του πολιτικά επιτεύγματα, με το βλέμμα στραμμένο στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και στις εκλογές που έρχονται στο μέσον της θητείας του.
Ομοίως, ο λόγος για τον οποίο ο Τσάμπερλεν υιοθέτησε μια πολιτική κατευνασμού προς τον Χίτλερ ήταν, αφενός, επειδή εκτίμησε λανθασμένα την επεκτατική αποφασιστικότητα της ναζιστικής κυβέρνησης και την κατάσταση στην Ευρώπη και, αφετέρου, οφειλόταν επίσης στις εσωτερικές ανάγκες: αφού βίωσε το τραύμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οικονομία της Βρετανίας δεν μπορούσε πια να αντέξει ένα πόλεμο. Επιπλέον, η Βρετανία δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένη στρατιωτικά για μια μετωπική αντιπαράθεση με τη Γερμανία και χρειαζόταν χρόνο για να προετοιμαστεί.
Υπό αυτή την έννοια, οι δύο συμφωνίες του Μινσκ που υπογράφηκαν μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας μετά την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, ήταν επίσης αποτέλεσμα «κατευνασμού» στον οποίο προχώρησε ο γαλλογερμανικός άξονας της της ΕΕ. Τόσο η Άνγκελα Μέρκελ όσο και ο Φρανσουά Ολάντ παραδέχτηκαν αργότερα, ότι με τις συμφωνίες του Μινσκ, είχαν σκοπό να κερδίσουν χρόνο για να επανεξοπλιστεί η Ουκρανία.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ ΕΣΣΔ-ΚΙΝΑΣ
Αν και η Δημοκρατία της Κίνας δεν ήταν πρώτου επιπέδου δύναμη το 1945, ήταν ακόμα η κύρια δύναμη στο πεδίο της σύγκρουσης της Άπω Ανατολής και δεν ήταν μια «αδύναμη χώρα», με την κυριολεκτική έννοια.
Ωστόσο, ο Ρούσβελτ, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν πρόδωσαν τα συμφέροντα της Δημοκρατίας της Κίνας κατά τη συνάντηση της Γιάλτας.
Ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ, πρόεδρος της Εθνικής Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κίνας, δεν προσκλήθηκε σε αυτή τη συνάντηση. Λέγεται ότι αυτό συνέβη επειδή ο Ρούσβελτ περιφρονούσε εξαιρετικά την ικανότητα διοίκησης του Τσιάνγκ Κάι Σεκ και ο τελευταίος αρνήθηκε να παραδώσει τη διοίκηση του πολέμου. Ως εκ τούτου, για να αποτρέψει την κατάρρευση του κινεζικού μετώπου, ο Ρούσβελτ θυσίασε τελικά τα δικαιώματα της Κίνας, με αντάλλαγμα τη δήλωση του Στάλιν για εμπλοκή στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας.
Με βάση τη «Συμφωνία για τη Συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης στον Πόλεμο κατά της Ιαπωνίας» που υπογράφηκε από τα τρία μέρη, οι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας συμφώνησαν ότι εντός δύο ή τριών μηνών μετά την παράδοση της Γερμανίας και το τέλος του ευρωπαϊκού πολέμου, η Σοβιετική Ένωση θα συμμετείχε με τους Συμμάχους στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, αλλά υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Πρώτον, το status quo στην Εξωτερική Μογγολία (Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας) διατηρείται.
Δεύτερον, τα προηγούμενα δικαιώματα και συμφέροντα της Ρωσίας που καταστράφηκαν από την προδοτική επίθεση της Ιαπωνίας το 1904 πρέπει να αποκατασταθούν, δηλαδή: Το νησί Σαχαλίνη και όλα τα παρακείμενα νησιά πρέπει να επιστραφούν στη Σοβιετική Ένωση. Το εμπορικό λιμάνι Νταλιάν πρέπει να διεθνοποιηθεί, τα ανώτερα δικαιώματα της Σοβιετικής Ένωσης στο λιμάνι πρέπει να διασφαλιστούν και η μίσθωση του Πορτ Άρθουρ από τη Σοβιετική Ένωση ως ναυτικής βάσης πρέπει να αποκατασταθεί. Επίσης θα πρέπει να συσταθεί μια σινο-σοβιετική κοινή εταιρεία για την από κοινού εκμετάλλευση του κινεζικού ανατολικού σιδηρόδρομου και του σιδηροδρόμου της Νότιας Μαντζουρίας, οι οποίοι καταλήγουν στο Νταλιάν. Τα τρία μέρη συμφώνησαν ότι τα ανώτερα δικαιώματα και συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να είναι εγγυημένα και η Κίνα πρέπει να διατηρήσει την πλήρη κυριαρχία της στη Μαντζουρία.
Τρίτον, τα νησιά Κουρίλες πρέπει να παραδοθούν στη Σοβιετική Ένωση.
Ήταν σαφές ότι η συμφωνία για την Εξωτερική Μογγολία και τα προαναφερθέντα λιμάνια και σιδηροδρόμους, απαιτούσαν τη συγκατάθεση του Τσιάνγκ Κάι Σεκ. Η ίδια η Σοβιετική Ένωση εξέφρασε την ετοιμότητά της να υπογράψει μια «Σινο-Σοβιετική Συμφωνία Φιλίας και Συμμαχίας» με την Κινεζική Εθνικιστική Κυβέρνηση και να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της δύναμη για να βοηθήσει την Κίνα να επιτύχει τον στόχο της, να απελευθερώσει την Κίνα από τον ιαπωνικό ζυγό.
Εκείνη την εποχή, οι τρεις χώρες συμφώνησαν ότι η Συμφωνία της Γιάλτας θα παραμείνει μυστική από τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ για ορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά ο τελευταίος είχε ήδη μια αόριστη γνώση της συμφωνίας. Δεδομένου ότι η Σοβιετική Ένωση επρόκειτο να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ διέταξε τον σχηματισμό αντιπροσωπείας της κινεζικής κυβέρνησης που θα μετέβαινε στη Μόσχα για να επιλύσει τα σχετικά ζητήματα της υπογραφής της Σινο-Σοβιετικής Συνθήκης Φιλίας και Συμμαχίας, η οποία στην πραγματικότητα θα προσπαθούσε να επιλύσει το ζήτημα της «διατήρησης του status quo» στην Εξωτερική Μογγολία.
Για την Κίνα, το «σημερινό καθεστώς της Εξωτερικής Μογγολίας» σήμαινε αναμφίβολα ότι ανήκει στην Κίνα, αλλά το «σημερινό καθεστώς» που κατανοούσε η Σοβιετική Ένωση ήταν ότι η Εξωτερική Μογγολία είναι χωρισμένη από την Κίνα και αυτή ήταν η προϋπόθεση για να στείλει στρατεύματα για να αντιμετωπίσει την Ιαπωνία.
Ο Τσιάνγκ Τσιν Κούο ο οποίος πήγε στη Μόσχα μαζί με τον Σουνγκ Τσι Βεν, τον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών, είχε διπλή ταυτότητα: ήταν ο γιος και ο προσωπικός γραμματέας του Τσιάνγκ Κάι Σεκ. Είχε ζήσει στη Σοβιετική Ένωση για 12 χρόνια και είχε συναντηθεί με τον Στάλιν πολλές φορές. Ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ ήξερε ότι αυτό το έργο ήταν πολύ δύσκολο. Όταν τα επίσημα κανάλια απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία, ήλπιζε ότι ο Τσιάνγκ Τσινγκ Κούο θα μπορούσε να έχει ιδιωτική επαφή με τον Στάλιν, για να αγωνιστεί για ένα αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης που θα ήταν επωφελές για την Κίνα.
Σύμφωνα με τις μεταγενέστερες αναμνήσεις του Τσιάνγκ Τσιν Κούο, κατά τη διάρκεια των επίσημων διαπραγματεύσεων, ο Στάλιν «με αλαζονεία και αγένεια» πέταξε το κείμενο της Συμφωνίας της Γιάλτας στον Σουνγκ Τσι Βεν, κούνησε την πίπα του και είπε: «Μπορείτε να συζητήσετε το θέμα, αλλά πρέπει να χρησιμοποιήσετε αυτό το έγγραφο ως κύρια βάση για τις διαπραγματεύσεις».
Ο Τσιάνγκ Τσι Βεν διαφωνούσε με αυτή τη λογική και είπε στα Ρωσικά: “Είναι καλό για την Κίνα που η Σοβιετική Ένωση είναι πρόθυμη να στείλει στρατεύματα για να αντιμετωπίσει την Ιαπωνία. Ωστόσο, εάν η Κίνα παραιτηθεί από την κυριαρχία της στην Εξωτερική Μογγολία λόγω της αποστολής στρατευμάτων από τη Σοβιετική Ένωση, ειλικρινά μιλώντας, θα χάσει την Εξωτερική Μογγολία. Είναι πολύ δύσκολο για την Κίνα να απαντήσει σε αυτό το ζήτημα κυριαρχίας. Αν συμφωνήσουμε με το αίτημά σας, τότε τα 400 εκατομμύρια Κινέζοι θα μας αποκαλούν προδότες. Πρέπει να ξέρετε ότι, η Κίνα παλεύει επτά χρόνια για να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη που εισέβαλε η Ιαπωνία. Τώρα οι Ιάπωνες δεν έχουν εκδιωχθεί και τα βορειοανατολικά εδάφη και η Ταϊβάν δεν έχουν ανακτηθεί. Τι νόημα έχει ο πόλεμος αντίστασης αν χάσουμε τόσα εδάφη στην Εξωτερική Μογγολία; Ο λαός δεν θα μας συγχωρήσει».
Ο Στάλιν απάντησε με σκληρό τρόπο: «Πρέπει να καταλάβεις ότι σήμερα δεν σου ζητάω βοήθεια, αλλά μου ζητάς βοήθεια. Η Ιαπωνία έχει καταλάβει την Κίνα. Αφού θέλεις να βοηθήσει η Σοβιετική Ένωση, να αποδεχτείς το αίτημά μας. Εάν η χώρα σας έχει τη δύναμη, μπορείτε να συντρίψετε μόνοι σας τους Ιάπωνες και να διατηρήσετε μόνοι σας την επικράτειά σας, τότε φυσικά δεν έχω δικαίωμα να προβάλω απαιτήσεις. Δεν έχετε τέτοια δύναμη, οπότε αυτό που λέτε τώρα είναι ανοησία».
Αυτή η σκηνή είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την διαμάχη μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, που μεταδόθηκε τηλεοπτικά.
Στο τέλος, ο Στάλιν, που είχε χάσει την υπομονή του, είπε ωμά: «Η επιστροφή στη Μογγολία είναι αδύνατη». Είπε επίσης στον Τσιάνγκ Τσιν Κούο: «Μια συνθήκη είναι ένα αναξιόπιστο πράγμα».
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και αν υπογραφεί η συνθήκη, δεν ισχύει για οποιονδήποτε ή για οποιαδήποτε χώρα, που τελικά θα πρέπει να βασιστεί στη δύναμη της χώρας του για να κλειδώσει τα συμφέροντά του.
Σε αυτό το παιχνίδι, ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ επέμεινε στην ιδέα «να αντιμετωπίσει πρώτα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας». Πίστευε ότι θα γινόταν εμφύλιος πόλεμος μετά τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας και διάλεξε το μικρότερο από τα δύο κακά. Γι’ αυτό προσπάθησε να κρατήσει τη Σοβιετική Ένωση ουδέτερη στον επερχόμενο πόλεμο Κουομιτάνγκ-Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Για το σκοπό αυτό, εγκατέλειψε τη θέση του για κυριαρχία στην Εξωτερική Μογγολία. Λίγα χρόνια αργότερα θα έχανε τον εμφύλιο πόλεμο και ο Μάο Τσε Τουνγκ θα ίδρυε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με τον Τσανγκ Κάι Σεκ να καταφεύγει στη Ταϊβάν.
«Αφορά εμάς, αλλά όχι με εμάς» – Η σημερινή εμπειρία του Βολοντιμίρ Ζελένσκι ήταν αυτό που βίωσε στο παρελθόν ο Τσιάνγκ Τσιν Κούο, όπως το βίωσαν και οι ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας το 1938.
Και όπως έλεγαν οι Αθηναίοι στους Μηλίους, εκατοντάδες χρόνια πριν, « …Έχουμε τη γνώμη για τους θεούς και τη βεβαιότητα για τους ανθρώπους, ότι, αναγκασμένοι από ένα φυσικό νόμο επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους όπου είναι πιο δυνατοί …Το νόμο αυτό ούτε εμείς τον θεσπίσαμε ούτε θεσπισμένο πρώτοι εμείς τον εφαρμόσαμε, αλλά τον βρήκαμε να υπάρχει και θα τον αφήσουμε να υπάρχει παντοτινά, και τον εφαρμόζουμε ξέροντας ότι κι εσείς και άλλοι, αν αποκτούσατε την ίδια δύναμη με μας, θα κάνατε τα ίδια».