Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας και ο ρόλος της στο πυρηνικό οπλοστάσιο του ΝΑΤΟ

Οι προσπάθειες επανεξοπλισμού της Γερμανίας, που ξεκίνησαν υπό το σύνθημα της «Zeitenwende» (εποχιακή καμπή) που ανακοίνωσε ο πρώην Καγκελάριος Όλαφ Σολτς το 2022, σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή στη μεταπολεμική αμυντική στάση της χώρας. Με ώθηση τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Γερμανία προωθεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική αναθεώρηση από την επανένωση. Στο επίκεντρο αυτής της αλλαγής βρίσκεται όχι μόνο η αύξηση των συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, αλλά και η ανανεωμένη εστίαση στη συμμετοχή της Γερμανίας στις ρυθμίσεις κοινής χρήσης πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ.

Η στρατιωτική ιστορία της Γερμανίας από το 1945 χαρακτηρίζεται από αυτοσυγκράτηση, διαμορφωμένη από την κληρονομιά του Τρίτου Ράιχ και τη δέσμευση να είναι μια «Zivilmacht» (πολιτική δύναμη). Η Bundeswehr, οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας, σχεδιάστηκε ως «κοινοβουλευτικός στρατός», στενά ενσωματωμένος σε πολυμερείς θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ, για να αποτραπεί η αναβίωση του εθνικιστικού μιλιταρισμού. Αυτή η προσέγγιση προτεραιοποιούσε τη διπλωματία, την οικονομική συνεργασία και τις περιορισμένες αμυντικές δαπάνες, πάντα κάτω από το 2% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 διέλυσε αυτό το παράδειγμα. Η ομιλία του Σολτς για τη Zeitenwende στις 27 Φεβρουαρίου 2022 ανακοίνωσε ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της Bundeswehr και τη δέσμευση να επιτευχθεί ο στόχος του 2% στις αμυντικές δαπάνες που προωθεί το ΝΑΤΟ, σηματοδοτώντας μια απομάκρυνση από δεκαετίες στρατηγικής αυτοσυγκράτησης.

Υπό τον Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, που ανέλαβε το αξίωμα το 2025, αυτή η μετατόπιση έχει ενταθεί. Ο Μερτς έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2029, με φιλοδοξίες να φτάσει το 5% τα επόμενα χρόνια, ευθυγραμμιζόμενος με τους εξελισσόμενους στόχους του ΝΑΤΟ. Αυτή η κλιμάκωση, που εν μέρει οφείλεται στην πίεση του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αποσκοπεί να καταστήσει τη Bundeswehr τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό της Ευρώπης. Ένα κρίσιμο στοιχείο αυτού του επανεξοπλισμού είναι ο ενισχυμένος ρόλος της Γερμανίας στο πρόγραμμα κοινής χρήσης πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ, ή των άλλων πυρηνικών δυνάμεων της Ευρώπης, της Γαλλίας και της Βρετανίας.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΝΑΤΟ

Η ρύθμιση κοινής χρήσης πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ επιτρέπει σε μη πυρηνικές χώρες όπως η Γερμανία, να συμμετέχουν στην πυρηνική αποτροπή της συμμαχίας φιλοξενώντας αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές και διατηρώντας αεροσκάφη διπλής ικανότητας. Ωστόσο, οι χώρες αυτές δεν έχουν έλεγχο επί των πυρηνικών του ΝΑΤΟ, ο οποίος βρίσκεται στα χέρια της Ουάσιγκτον. Επίσης το πυρηνικό οπλοστάσιο της Γαλλίας και της Βρετανίας βρίσκεται υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση αυτές οι δύο χώρες να επιτρέψουν οποιαδήποτε συμμετοχή του Βερολίνου στα πυρηνικά τους οπλοστάσια.

Η Γερμανία συμμετέχει σε αυτό το πρόγραμμα από τον Ψυχρό Πόλεμο, με αμερικανικά πυρηνικά όπλα σταθμευμένα στη βάση Büchel. Τα αεροσκάφη Tornado της Bundeswehr, που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη χρήση πυρηνικών όπλων, αντικαθίστανται από μαχητικά F-35, μια διαδικασία που ο Υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους περιέγραψε ως «πλήρως εντός χρονοδιαγράμματος». Τα F-35, ικανά να μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της δέσμευσης της Γερμανίας στη στρατηγική πυρηνικής αποτροπής του ΝΑΤΟ.

Το σχέδιο του Στρατηγού Κάρστεν Μπρόιερ για το 2025 για τη Bundeswehr δίνει έμφαση στην ενίσχυση των πυρηνικών δυνατοτήτων της Γερμανίας ως μέρος της επίτευξης πλήρους επιχειρησιακής ετοιμότητας έως το 2029. Το σχέδιο χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως «υπαρξιακό κίνδυνο» και προτεραιοποιεί τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων ικανών για πυρηνικά όπλα, παράλληλα με την ανάπτυξη αντιαεροπορικών, αντιπυραυλικών και διαστημικών αμυντικών δυνατοτήτων. Αυτή η εστίαση αντικατοπτρίζει τη ευρύτερη στρατηγική του ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση της υποτιθέμενης ρωσικής επιθετικότητας, ιδιαίτερα υπό το φως των προειδοποιήσεων ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επιτεθεί σε μέλος του ΝΑΤΟ μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ο πυρηνικός ρόλος της Γερμανίας δεν είναι χωρίς αντιδράσεις. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η επέκταση των πυρηνικών δυνατοτήτων της Γερμανίας θα μπορούσε να κλιμακώσει τις εντάσεις με τη Ρωσία, υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Παράλληλα, η προκλητική στάση του Μερτς—όπως η υποστήριξη της χρήσης δυτικών όπλων από την Ουκρανία για πλήγματα σε ρωσικό έδαφος—αυξάνει τον κίνδυνο αντιπαράθεσης, τοποθετώντας τη Γερμανία ως κράτος πρώτης γραμμής στη πυρηνική στρατηγική του ΝΑΤΟ.

ΚΙΝΗΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΕΞΟΠΛΙΣΜΟ

Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής εστίασης, οδηγείται από έναν συνδυασμό εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Εξωτερικά, οι ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία και η υποτιθέμενη απειλή για την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, έχουν κινητοποιήσει το Βερολίνο. Ο Πιστόριους έχει προειδοποιήσει για πιθανή ρωσική επίθεση σε μέλος του ΝΑΤΟ εντός 8-10 ετών, μια άποψη που συμμερίζονται ο Μερτς και άλλοι Γερμανοί ηγέτες. Η ανάπτυξη μιας μόνιμης ταξιαρχίας 4.800 ανδρών στη Λιθουανία, η πρώτη τέτοια δέσμευση του ΝΑΤΟ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπογραμμίζει την πρόθεση της Γερμανίας να ενισχύσει την αποτροπή κατά της Ρωσίας.

Η πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα υπό τον Τραμπ, υπήρξε επίσης σημαντικός παράγοντας. Η ώθηση του Τραμπ για αύξηση των αμυντικών δαπανών των μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ—χωρισμένο σε 3,5% για βασική άμυνα και 1,5% για υποδομές—έχει ωθήσει τη Γερμανία να ευθυγραμμιστεί με αυτούς τους φιλόδοξους στόχους. Η κυβέρνηση του Μερτς ανέστειλε το συνταγματικό «φρένο χρέους», που περιόριζε το έλλειμμα δαπανών, για να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό άμυνας των 153 δισεκατομμυρίων ευρώ, που προβλέπεται για το 2029. Αυτή η κίνηση, σε συνδυασμό με 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία το 2025, αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της Γερμανίας τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην άμυνα της Ουκρανίας.

Εσωτερικά, η αλλαγή στην πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας είναι αξιοσημείωτη. Η ατζέντα του Μερτς, που έχει τις ρίζες της στον Ατλαντισμό, σηματοδοτεί το τέλος της Ostpolitik—της πολιτικής αποκλιμάκωσης με τη Ρωσία μέσω οικονομικής και διπλωματικής εμπλοκής. Η καταστροφή των αγωγών Nord Stream συμβολίζει αυτή τη ρήξη, με τη Γερμανία να προτεραιοποιεί πλέον τη στρατιωτική ισχύ έναντι της οικονομικής αλληλεξάρτησης. Ωστόσο, αυτή η μετατόπιση αντιμετωπίζει αντίσταση, καθώς η αντιμιλιταριστική παράδοση της Γερμανίας και η κοινωνική απροθυμία να αγκαλιάσει τη στρατιωτικοποίηση, θέτουν σημαντικές προκλήσεις.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΠΑΝΕΞΟΠΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Παρά τα φιλόδοξα σχέδια, ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια. Η Bundeswehr υποφέρει από σοβαρή έλλειψη προσωπικού, με έλλειμμα 30.000 στρατιωτών και υψηλά ποσοστά εγκατάλειψης μεταξύ των νεοσυλλέκτων. Ο Πιστόριους έχει αναγνωρίσει τη διοικητική αδυναμία επαναφοράς της υποχρεωτικής θητείας λόγω ανεπαρκών εγκαταστάσεων, αν και το θεωρεί ως πιθανή μελλοντική αναγκαιότητα. Η κοινή γνώμη περιπλέκει περαιτέρω τη στρατολόγηση: μια έρευνα του 2025 διαπίστωσε ότι το 63% των Γερμανών ηλικίας 18-29 εναντιώνονται στη στρατολόγηση, και μόνο το 19% θα πολεμούσε για να υπερασπιστεί τη Γερμανία. Αυτό το γενεαλογικό χάσμα αντικατοπτρίζει ευρύτερο κοινωνικό σκεπτικισμό για τη στρατιωτικοποίηση, που έχει τις ρίζες στη μεταπολεμική ειρηνιστική ταυτότητα της Γερμανίας.

Οικονομικά, το σχέδιο επανεξοπλισμού επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Γερμανίας, σε υψηλό ποσοστό. Οι επικριτές, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων εντός του συνασπισμού του Μερτς, υποστηρίζουν ότι αυτή η στρατηγική που βασίζεται στο χρέος, είναι δημοσιονομικά μη βιώσιμη και θα μπορούσε να επιδεινώσει τις κοινωνικές ανισότητες, ειδικά καθώς τα κοινωνικά επιδόματα όπως το «επίδομα του πολίτη» αντιμετωπίζουν περικοπές. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), μικρότερος εταίρος του συνασπισμού, έχει εκφράσει ανησυχίες για την ταχεία κλιμάκωση των αμυντικών δαπανών, με ορισμένα μέλη να προειδοποιούν για αποσταθεροποίηση και αυξημένες εντάσεις με τη Ρωσία.

Επιχειρησιακά, η ετοιμότητα της Bundeswehr έχει μειωθεί σημαντικά, από χρόνια υποεπένδυσης. Αναφορές από το 2022 υπογράμμισαν ελλείψεις σε βασικό εξοπλισμό, όπως ρούχα για κρύο καιρό και ερειπωμένες υποδομές, συμπεριλαμβανομένων στρατώνων με δομικά προβλήματα. Αν και το ειδικό ταμείο των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ έχει αντιμετωπίσει ορισμένες ελλείψεις, κάποιοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η αντιστροφή δεκαετιών εγκατάλειψης, θα απαιτήσει σταθερή επένδυση για τουλάχιστον μια δεκαετία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, ιδιαίτερα ο πυρηνικός ρόλος που φιλοδοξεί να παίξει, θα έχει βαθιές επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Στοχεύοντας να γίνει ο ισχυρότερος συμβατικός στρατός του ΝΑΤΟ, η Γερμανία επιδιώκει να αποτελέσει τον πυρήνα της ευρωπαϊκής άμυνας, μειώνοντας την εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, εν μέσω αβεβαιοτήτων για τη δέσμευση των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ. Η δημιουργία νέων ταξιαρχιών, η επένδυση σε πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και η ενίσχυση των πυρηνικών δυνατοτήτων, σηματοδοτούν μια πιο δυναμική γερμανική παρουσία στο ΝΑΤΟ, ευθυγραμμιζόμενη με τον στόχο του 5% του ΑΕΠ στις δαπάνες έως το 2035.

Ωστόσο, αυτή η μετατόπιση κινδυνεύει να κλιμακώσει τις εντάσεις με τη Ρωσία, ιδιαίτερα καθώς η Γερμανία υποστηρίζει τη χρήση δυτικών όπλων από την Ουκρανία εναντίον ρωσικών στόχων. Το ότι οι πολιτικές του Μερτς είναι προκλητικές, αποτελούν ένα γεγονός που ευθυγραμμίζεται με τις ανησυχίες από μέλη του SPD και υπέρμαχους της ειρήνης, που φοβούνται μια σπείρα αμοιβαίας αντίληψης απειλής. Το ερώτημα είναι πόσο θα αντέξει η Γερμανία να υπηρετεί αυτή τη σκληρή γραμμή, σε μια ιστορική συγκυρία που οι μεταμοντέρνες ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται πολύ μακριά από τη λογική της εμπλοκής τους σε πολέμους στην Ευρώπη.

 

 

 

Μανώλης Μουράτογλου
+ posts