Eurovision vs Intervision

Οι διεθνείς διαγωνισμοί τραγουδιού, όπως η Eurovision και η Intervision, δεν αποτελούν απλώς ψυχαγωγία—είναι πολιτισμικά πεδία μάχης και διπλωματικά εργαλεία που αντικατοπτρίζουν, ενισχύουν και, ενίοτε, αμφισβητούν τις γεωπολιτικές πραγματικότητες της εποχής τους. Αυτή η ανάλυση εμβαθύνει στις γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές διαστάσεις και των δύο διαγωνισμών, με αφορμή την αναβίωση της Intervision που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο 2025.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Η Eurovision ιδρύθηκε το 1956 από την Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση (EBU) για να προωθήσει την ενότητα και τη συμφιλίωση υπό την αμερικανική ηγεμονία, σε μια ήπειρο που είχε καταστραφεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά συμμετείχαν μόνο επτά χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά επεκτάθηκε με την πάροδο των δεκαετιών, συμπεριλαμβάνοντας χώρες από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, το Ισραήλ, την Τουρκία, ακόμα και την Αυστραλία, συμβολίζοντας το όραμα μιας ποικιλόμορφης, αλλά συνεκτικής Ευρώπης. Το σύνθημα του διαγωνισμού—”Ενωμένοι από τη Μουσική”—αντικατοπτρίζει τον θεμελιώδη στόχο του να γεφυρώσει τα χάσματα μέσω της πολιτισμικής ανταλλαγής.

Η Intervision εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 ως η απάντηση του Ανατολικού Μπλοκ στην Ευρωβίζιον, διοργανωμένη από τη Διεθνή Οργάνωση για το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση (OIRT). Οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως σοσιαλιστικά κράτη, αλλά καλωσόριζε επίσης χώρες από τον Παγκόσμιο Νότο, αντικατοπτρίζοντας ένα όραμα διεθνισμού που βασίζεται στην ιδεολογική συγγένεια και όχι στη γεωγραφία. Ο διαγωνισμός διεξήχθη στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία, αλλά οι πολιτικές αναταραχές οδήγησαν σε διακοπές και την τελική του κατάργηση το 1980. Η αναβίωση του 2025 στη Μόσχα, με τη συμμετοχή περισσότερων από 20 χωρών από την Ευρασία, την Αφρική και την Αμερική, σηματοδοτεί μια δραματική επαναβεβαίωση αυτού του εναλλακτικού πολιτισμικού εγχειρήματος. Οι ΗΠΑ απέσυραν την συμμετοχή τους τη τελευταία στιγμή, αν και είχαν παρουσία στην ομάδα των κριτών.

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Η Eurovision είναι ένα ισχυρό εργαλείο της ευρωπαϊκής ήπιας ισχύος, προβάλλοντας αφηγήματα ενότητας, ποικιλομορφίας και νεωτερικότητας σε ένα παγκόσμιο κοινό άνω των 180 εκατομμυρίων θεατών ετησίως. Λειτουργεί ως πλατφόρμα για την προβολή της εθνικής ταυτότητας, επιτρέποντας στις χώρες να παρουσιάσουν τις κουλτούρες και τις αξίες τους. Η Eurovision έχει επίσης γίνει χώρος για την αμφισβήτηση ταυτοτήτων και αξιών, με παραστάσεις που προκαλούν νόρμες γύρω από το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την εθνική ιστορία. Αξιοσημείωτα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη νίκη της ConchitaWurst και τις πολιτικά φορτισμένες συμμετοχές της Ουκρανίας, που έχουν προκαλέσει τόσο ενθουσιασμό, όσο και αντιδράσεις. Τα πρότυπα ψηφοφορίας στην Eurovision αποκαλύπτουν σταθερές περιφερειακές συμμαχίες—σκανδιναβικές, βαλκανικές και μετασοβιετικές ομάδες—και επηρεάζονται από τις κατά χώρα διασπορές και τα τρέχοντα γεγονότα. Η ψηφοφορία σε μπλοκ και οι τακτικές συμμαχίες, συχνά αντικατοπτρίζουν βαθύτερα γεωπολιτικά υπόγεια ρεύματα. Οι κανονισμοί του διαγωνισμού απαγορεύουν το ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόμενο, αλλά αυτοί συχνά δοκιμάζονται, όπως φαίνεται από τον αποκλεισμό της Ρωσίας μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022 και τις συνεχιζόμενες συζητήσεις για τη συμμετοχή του Ισραήλ.

Η Intervision, τόσο ιστορικά όσο και στην εκδοχή της το 2025, λειτουργεί ως όχημα για τη ρωσική πολιτισμική διπλωματία. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, προώθησε τις αξίες του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και την αλληλεγγύη μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως εναλλακτική λύση στην δυτική παρακμή και τον φιλελευθερισμό της Eurovision. Ο διαγωνισμός του 2025 προωθείται από τους Ρώσους ως πλατφόρμα για “πραγματική μουσική” και “παραδοσιακές, παγκόσμιες, πνευματικές και οικογενειακές αξίες”, σε ευθεία αντίθεση με το φιλελεύθερο ήθος της Ευρωβίζιον. Ο διαγωνισμός υποστηρίζεται από το ρωσικό κράτος, και στοχεύει να ενώσει χώρες “φιλικές” προς τη Ρωσία, παρουσιάζοντάς τις στη ρωσική κουλτούρα και προβάλλοντας μια θετική εικόνα της διοργανώτριας χώρας. Η συμπερίληψη χωρών από τους BRICS, την CIS, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική υπογραμμίζει τον προσανατολισμό του διαγωνισμού προς μια πολυπολική παγκόσμια τάξη και τη λειτουργία του ως εργαλείο για τη ρωσική ήπια ισχύ.

Η γεωπολιτισμική κατεύθυνση της Eurovision είναι θεμελιωδώς κοσμοπολίτικη, γιορτάζοντας την ποικιλομορφία, την ανοικτότητα και το δικαίωμα στην αυτοέκφραση. Ο διαγωνισμός είναι γνωστός για την αποδοχή διαφορετικών γλωσσών, μουσικών στυλ και πολιτισμικών παραδόσεων, καθώς και για την ανοιχτή του στάση απέναντι σε περιθωριοποιημένες ταυτότητες και κοινότητες. Οι παραστάσεις συχνά συνδυάζουν παραδοσιακά και σύγχρονα στοιχεία, και η λογική του διαγωνισμού προωθεί την ισότητα των φύλων, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ και τη πολυπολιτισμικότητα. Ωστόσο, αυτή η ανοικτότητα δεν είναι χωρίς αντιφάσεις. Ο ισχυρισμός της Eurovision για πολιτική ουδετερότητα, συχνά αμφισβητείται από το πολιτικό περιεχόμενο των τραγουδιών και τις διαμάχες σχετικά με τη συμμετοχή και την ψηφοφορία. Η επέκταση του διαγωνισμού σε μη ευρωπαϊκές χώρες και η αποδοχή της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας, έχουν πυροδοτήσει συζητήσεις για τα όρια της ευρωπαϊκής ταυτότητας και την έννοια της “ευρωπαϊκότητας”.

Η Intervision, τόσο στην ιστορική όσο και στη σύγχρονη μορφή της, προσανατολίζεται προς την επιβεβαίωση της παράδοσης, της εθνικής κυριαρχίας και ενός εναλλακτικού οράματος της νεωτερικότητας. Ο διαγωνισμός δίνει έμφαση στον σεβασμό για τις “παραδοσιακές, παγκόσμιες, πνευματικές και οικογενειακές αξίες” και απορρίπτει ρητά το φιλελεύθερο, πολυπολιτισμικό και φιλικό προς τα ΛΟΑΤΚΙ ήθος της Eurovision. Αυτή η στάση αντικατοπτρίζεται στην επιλογή των συμμετεχόντων—κυρίως χώρες που ευθυγραμμίζονται με τη Ρωσία ή είναι κριτικές απέναντι στη δυτική ηγεμονία—και στη διαμόρφωση του διαγωνισμού ως προπύργιο ενάντια στις “ψεύτικες αξίες” και την “κατάχρηση της ανθρώπινης φύσης”. Η ανοικτότητα της Intervision σε μη ευρωπαϊκούς και μη δυτικούς συμμετέχοντες, βασίζεται στην κοινή αντίθεση στη δυτική πολιτισμική κυριαρχία και στη δέσμευση για εναλλακτικά μοντέλα ανάπτυξης και ταυτότητας. Η εστίαση του διαγωνισμού στην παράδοση και την εθνική κυριαρχία προσελκύει χώρες και κοινά που αισθάνονται αποξενωμένα από τον δυτικό πολιτισμικό ιμπεριαλισμό και τις ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές.

Η δέσμευση της Eurovision για συμπερίληψη δοκιμάζεται από τις πραγματικότητες της διεθνούς πολιτικής. Ο αποκλεισμός της Ρωσίας το 2022, μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, ήταν μια καθοριστική στιγμή, που αντικατοπτρίζει την ευθυγράμμιση του διαγωνισμού με τις ευρωπαϊκές πολιτικές αξίες και την προθυμία του να πάρει θέση σε μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα. Η συνεχιζόμενη συμμετοχή του Ισραήλ, παρά τις διαμάχες για τις πολιτικές του απέναντι στην Παλαιστίνη, υπογραμμίζει τη επιλεκτική προσέγγιση του διαγωνισμού στον πολιτικό αποκλεισμό και τη διαφιλονικούμενη φύση των αξιών του. Η ψηφοφορία σε μπλοκ και η επιρροή των εθνικών διασπορών, αποκαλύπτουν επίσης τα όρια του κοσμοπολιτισμού της Eurovision, καθώς οι περιφερειακές συμμαχίες και οι ιστορικές διαμάχες συνεχίζουν να διαμορφώνουν τα αποτελέσματα και τις αντιλήψεις. Οι κανονισμοί του διαγωνισμού κατά του πολιτικού περιεχομένου συχνά παρακάμπτονται ή αμφισβητούνται, καθώς οι καλλιτέχνες και οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς χρησιμοποιούν τη σκηνή για να κάνουν δηλώσεις για τον πόλεμο, την κατοχή και την εθνική ταυτότητα.

Η Intervision του 2025 έχει σχεδιαστεί ρητά ως εργαλείο της ρωσικής ήπιας ισχύος, με στόχο να ενώσει χώρες εκτός της δυτικής τροχιάς και να παρουσιάσει μια εναλλακτική στο φιλελεύθερο, πολυπολιτισμικό μοντέλο της Eurovision. Η διοργάνωση του διαγωνισμού από το ρωσικό κράτος, η έμφαση στις παραδοσιακές αξίες και η επιλογή των συμμετεχόντων εξυπηρετούν την ενίσχυση του οράματος της Ρωσίας για έναν πολυπολικό κόσμο και την ηγεσία της σε έναν εναλλακτικό πολιτισμικό συνασπισμό. Η Ουκρανία έχει επικρίνει έντονα την Intervision, χαρακτηρίζοντάς την ως εργαλείο ρωσικής προπαγάνδας και καλώντας τις χώρες να μποϊκοτάρουν την εκδήλωση. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ουκρανίας είχε δώσει οδηγίες στις διπλωματικές του αποστολές, να λάβουν μέτρα για να αποτρέψουν τη συμμετοχή, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του διαγωνισμού ως πεδίο γεωπολιτικής πάλης, όπου η συμμετοχή ή η μη συμμετοχή αποτελεί από μόνη της πολιτική πράξη. Η συνέχεια του διαγωνισμού θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την ποιότητα των παραστάσεων του, αλλά και από την ικανότητα του να συνδεθεί με κοινά και κυβερνήσεις που αναζητούν εναλλακτικές στη δυτική πολιτισμική ηγεμονία.

Η επιρροή της Eurovision εκτείνεται πέρα από τους κρατικούς παράγοντες, περιλαμβάνοντας τους θαυμαστές ως “λαϊκούς διπλωμάτες”, των οποίων οι αλληλεπιδράσεις, τα σύμβολα και οι πρακτικές διαμορφώνουν τις πολιτισμικές σχέσεις πέρα από τα σύνορα. Στοιχεία δείχνουν ότι οι υποστηρικτές της Eurovision παίζουν ενεργό ρόλο στην πολιτισμική διπλωματία, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την ήπια ισχύ, ως μια καθαρά καθοδηγούμενη από τα πάνω διαδικασία. Η εμπλοκή τους με τον διαγωνισμό, τόσο σε ζωντανές εκδηλώσεις όσο και μέσω διαδικτυακών κοινοτήτων, προάγει τις διακρατικές διασυνδέσεις και συμβάλλει στη διαρκή απήχηση του διαγωνισμού.

Η Eurovision και η Intervision αντιπροσωπεύουν δύο ανταγωνιστικά οράματα της πολιτισμικής νεωτερικότητας και της διεθνούς τάξης. Ο κοσμοπολιτισμός, η ποικιλομορφία και η ανοικτότητα της Eurovision έρχονται σε έντονη αντίθεση με την έμφαση της Intervision στην παράδοση, την εθνική κυριαρχία και την αντίσταση στη δυτική πολιτισμική κυριαρχία. Η αναβίωση της Intervision το 2025 δεν είναι απλώς ένα μουσικό γεγονός, αλλά μια δήλωση για την εμφάνιση ενός πολυπολικού κόσμου και τη συνεχιζόμενη μάχη για την έννοια της νεωτερικότητας, της ταυτότητας και των αξιών. Καθώς οι παγκόσμιες διαιρέσεις βαθαίνουν, οι διεθνείς διαγωνισμοί τραγουδιού θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως αρένες όπου αυτές οι διαιρέσεις εκφράζονται, συζητούνται και, ενίοτε, υπερβαίνονται. Είτε μέσω της αποδοχής της ποικιλομορφίας είτε μέσω της επιβεβαίωσης της παράδοσης, αυτοί οι διαγωνισμοί μας υπενθυμίζουν ότι ο πολιτισμός δεν είναι ποτέ ουδέτερος—και ότι η μάχη για τις καρδιές και τα μυαλά συχνά διεξάγεται και με τη μουσική, όσο και με τα λόγια ή τα όπλα.

ΆΛΛΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Εκτός από τους διαγωνισμούς της Eurovision και της Intervision που δημιουργήθηκαν στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος, υπήρξαν και ανάλογοι που αναπτύχθηκαν στη περιφέρεια, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Από τις προσπάθειες αυτές, ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, οι διαγωνισμοί που ξεκίνησαν με βάση τη Λατινική Αμερική, δεν κατάφεραν να επιβιώσουν.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ AFRIMUSIC

Ο Διαγωνισμός Τραγουδιού AfriMusic, που ιδρύθηκε το 2018, είναι ο πρώτος παναφρικανικός διαγωνισμός τραγουδιού που σχεδιάστηκε για να ενώσει την ήπειρο μέσω της μουσικής. Η εμφάνισή του αντικατοπτρίζει την συνεχιζόμενη αναζήτηση της Αφρικής για μεγαλύτερη ηπειρωτική ολοκλήρωση, αντηχώντας τις φιλοδοξίες της Ατζέντας 2063 της Αφρικανικής Ένωσης, η οποία επιδιώκει να προωθήσει μια ενωμένη, ευημερούσα και ειρηνική Αφρική. Η ψηφιακή φύση του διαγωνισμού, παρακάμπτει τα τεχνικά και πολιτικά εμπόδια που ιστορικά έχουν διχάσει τα αφρικανικά κράτη, καθιστώντας τη συμμετοχή πιο προσιτή και συμπεριληπτική.

Ο AfriMusic λειτουργεί ως πλατφόρμα για την αφρικανική ήπια ισχύ, επιτρέποντας στις χώρες να παρουσιάσουν τον πολιτισμικό τους πλούτο και τη νεωτερικότητα τους. Επιτρέπει στα αφρικανικά κράτη να προβάλλουν θετικές εικόνες διεθνώς, αντιμετωπίζοντας τα στερεότυπα και προωθώντας τον τουρισμό, τις επενδύσεις και τη διπλωματική εμπλοκή. Ο διαγωνισμός παρέχει επίσης έναν χώρο για τους Αφρικανούς καλλιτέχνες να αποκτήσουν ηπειρωτική και παγκόσμια προβολή, ενισχύοντας την αίσθηση της παναφρικανικής υπερηφάνειας και ταυτότητας.

Η γεωπολιτισμική προοπτική του AfriMusic βασίζεται στον παναφρικανισμό—αναδεικνύοντας τη γλωσσική, εθνοτική και μουσική ποικιλομορφία, ενώ προωθεί την ενότητα. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει τραγούδια σε δεκάδες αφρικανικές γλώσσες και είδη, αντικατοπτρίζοντας το τεράστιο πολιτισμικό μωσαϊκό της ηπείρου. Σε αντίθεση με την Eurovision, που συχνά κλίνει προς τη δυτική ποπ αισθητική, ο AfriMusic ενθαρρύνει ενεργά τη διατήρηση και την καινοτομία των ιθαγενών στυλ. Το ήθος του διαγωνισμού είναι συμπεριληπτικό αλλά βασίζεται στις αφρικανικές πραγματικότητες, αντιμετωπίζοντας θέματα όπως η μετανάστευση, η ανθεκτικότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη.

Παρόλο που ο AfriMusic φιλοδοξεί να υπερβεί τις πολιτικές διαιρέσεις, οι περιφερειακές αντιπαλότητες και οι γλωσσικοί φραγμοί επιμένουν. Η ψηφιακή φύση του διαγωνισμού βοηθά στην άμβλυνση ορισμένων από αυτά τα ζητήματα, αλλά οι ανισότητες στην πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υποδομές μέσων ενημέρωσης ,μπορούν να περιορίσουν τη συμμετοχή για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Η πολιτική αστάθεια σε ορισμένες περιοχές, μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα ορισμένων κρατών να συμμετέχουν σταθερά.

ΦΕΣΤΙΒΑΛ OTI (ORGANIZACIÓN DE TELEVISIÓN IBEROAMERICANA)

Το Φεστιβάλ OTI (1972–2000) δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της αυξανόμενης λατινοαμερικανικής αυτοπεποίθησης και της αναζήτησης μετααποικιακής ταυτότητας. Έφερε κοντά χώρες από τη Λατινική Αμερική, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αξιοποιώντας την κοινή γλωσσική και πολιτισμική κληρονομιά της Ιβηροαμερικής. Ο χρόνος του συνέπεσε με περιόδους πολιτικής αναταραχής—δικτατορίες, επαναστάσεις και εκδημοκρατισμός—σε όλη την περιοχή, καθιστώντας το ένα διακριτικό όργανο πολιτισμικής διπλωματίας.

Το OTI λειτούργησε ως εργαλείο ήπιας ισχύος τόσο για την Ισπανία όσο και για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Για την Ισπανία, ήταν ένα μέσο διατήρησης της επιρροής στις πρώην αποικίες της, ενώ για τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, ήταν μια ευκαιρία να διεκδικήσουν πολιτισμική ανεξαρτησία και να παρουσιάσουν το εθνικό τους ταλέντο. Το φεστιβάλ ενίσχυσε την αίσθηση της ιβηροαμερικανικής αλληλεγγύης, συχνά λειτουργώντας ως αντίστιξη στην αγγλοαμερικανική πολιτισμική κυριαρχία στην περιοχή.

Πολιτισμικά, το OTI γιόρταζε την ποικιλομορφία του ισπανόφωνου και πορτογαλόφωνου κόσμου, παρουσιάζοντας είδη από μπολερό μέχρι σάμπα, λαϊκή μουσική μέχρι ποπ. Ο διαγωνισμός ήταν ένας χώρος για τη συνομιλία της νεωτερικότητας και της παράδοσης, με τους καλλιτέχνες να χρησιμοποιούν συχνά τις παραστάσεις τους για να αντιμετωπίσουν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, που σχετίζονται με τις χώρες τους. Η γεωπολιτισμική προοπτική του OTI ήταν συμπεριληπτική και πλουραλιστική, δίνοντας έμφαση στην κοινή κληρονομιά ενώ επέτρεπε την έκφραση τοπικών ταυτοτήτων.

Παρά τις ενοποιητικές του φιλοδοξίες, το OTI δεν ήταν απρόσβλητο από πολιτικές εντάσεις. Η ψηφοφορία επηρεαζόταν μερικές φορές από περιφερειακές συμμαχίες ή αντιπαλότητες και ο διαγωνισμός, έγινε περιστασιακά βήμα για διακριτικές πολιτικές δηλώσεις. Οι οικονομικές κρίσεις και η άνοδος της εμπορικής τηλεόρασης τελικά υπονόμευσαν τη βιωσιμότητα του φεστιβάλ, οδηγώντας στον τερματισμό του το 2000.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ABU TV SONG FESTIVAL

Σε αντίθεση με τη Eurovision, το ABU TV SongFestival είναι μια μη ανταγωνιστική διοργάνωση. Η έμφαση μετατοπίζεται από το «ποιος κερδίζει» στο «ποιος εκπροσωπείται», κάνοντάς το ένα ηπιότερο εργαλείο πολιτιστικής διπλωματίας και περιφερειακής προσέγγισης.

Οργανωμένο από την Asia-Pacific Broadcasting Union (ABU), περιλαμβάνει μέλη από την Ανατολική, Νοτιοανατολική, Νότια, Κεντρική και τμήματα της Δυτικής Ασίας, καθώς και από τον Ειρηνικό. Παράγει έτσι ένα μωσαϊκό ευρύτερο από τη «στενή» έννοια της Ασίας.

Χώρες με ισχυρούς δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς (NHK Ιαπωνίας, KBS Κορέας, CCTV Κίνας, ABC/SBS Αυστραλίας, TVRI Ινδονησίας) τείνουν να παρουσιάζουν mainstream συμμετοχές, διαμορφώνοντας το ηχητικό κέντρο βάρους του φεστιβάλ. Τα νησιωτικά μικροκράτη του Ειρηνικού και κάποιες από τη Νότια/Κεντρική Ασία, αποκτούν συμβολική ορατότητα που σπάνια έχουν με τη συμμετοχή σε εμπορικούς θεσμούς. Αυτό ενισχύει μια περιφερειακή ταυτότητα πιο συμπεριληπτική, από τις πλατφόρμες που καθοδηγούνται αποκλειστικά από την αγορά.

Τα τραγούδια εμφανίζονται συχνά σε τοπικές γλώσσες ή διγλωσσικές μορφές. Αυτό κανονικοποιεί την πολυγλωσσία και επανακαθορίζει τα αγγλικά ως επιλογή και όχι ως υποχρέωση. Κάθε αποστολή επιμελείται μια εθνική «κάρτα επίσκεψης» (είδος, μόδα, σκηνοθεσία). Χωρίς βαθμολογία, τα κράτη μπορούν να πειραματιστούν με παραδοσιακές ή σύγχρονες εικόνες χωρίς ρίσκο φήμης.

Όταν φιλοξενείται στη Νότια Κορέα (ή με εξέχουσες K-pop παρουσίες), το φεστιβάλ αναπόφευκτα περιστρέφεται γύρω από το «κορεατικό κύμα», αναδεικνύοντας το γεγονός, ότι η περιφερειακή ήπια ισχύς γέρνει προς τη Σεούλ. Οι συμμετοχές συχνά αντανακλούν ευαισθησίες μεγαλουπόλεων (Σεούλ, Τόκιο, Τζακάρτα, Μπανγκόκ), προκρίνοντας παγκόσμιους ποπ ιδιωματισμούς. Αγροτικές ή αυτόχθονες φόρμες εμφανίζονται, αλλά επιλέγονται επιμελώς με εύληπτα «world-pop» υβρίδια.

Σε αντίθεση με τις διοργανώσεις που είναι στραμμένες προς τη Δύση, η πλατφόρμα της ABU ενθαρρύνει ροές πολιτισμού νότου-προς-νότο και ανατολής-προς-ανατολή, περιοδείες καλλιτεχνών σε γειτονικές αγορές, συμπαραγωγές μεταξύ ραδιοτηλεοπτικών φορέων και κοινά που δοκιμάζουν μη δυτικές ποπ σκηνές, πιο πρόθυμα. Η εκπροσώπηση διαμεσολαβείται από δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, οπότε μειονοτικοί, ή αυτόχθονες καλλιτέχνες εμφανίζονται όταν ταιριάζουν με εθνικά αφηγήματα.

Η απουσία ψηφοφορίας μειώνει τη διαμάχη και την πολιτικοποίηση αλλά επίσης, περιορίζει την ευρεία εμπλοκή του κοινού. Χωρίς το δεδομένο της βαθμολόγησης και των κατατάξεων, η δυναμική στα κοινωνικά δίκτυα είναι στενότερη και επεισοδιακή.

Οι περιφερειακές αντιπαλότητες—όπως αυτές μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας ή Ινδίας και Πακιστάν—μπορούν να περιπλέξουν τη συμμετοχή και την ψηφοφορία. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν, κατά καιρούς, οδηγήσει σε μποϊκοτάζ ή τον αποκλεισμό ορισμένων χωρών. Η εμπορική δομή του διαγωνισμού, σε αντίθεση με τα κρατικά μοντέλα όπως η Eurovision, εισάγει επιπρόσθετες πολυπλοκότητες σχετικά με τη χορηγία και τα δικαιώματα των μέσων ενημέρωσης.

Και η Eurovision και το ABUTVSongFestival είναι βιτρίνες εθνικού branding, ήπιας ισχύος και μουσικού υβριδισμού. Και οι δύο παράγουν παρα-διπλωματικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

Ο ανταγωνισμός και η τηλεψηφοφορία της Eurovision την καθιστούν μια δημόσια πλατφόρμα επιλογών γούστου και ταυτότητας. Η μη ανταγωνιστική μορφή της ABU μοιάζει περισσότερο με πολιτιστική EXPO—λιγότερο δράμα, χαμηλότερα διακυβεύματα, υψηλότερη συναδελφικότητα. Ο διαγωνισμός λειτουργεί ως θεσμικό δοκιμαστήριο για υποδομές, δικαιώματα, σκηνοθεσία και διάθεση κοινού—χρήσιμο για ένα μελλοντικό ανταγωνιστικό ABU SongContest.

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΡΑΪΒΙΚΗΣ

Το Φεστιβάλ τραγουδιού Καραϊβικής, που ξεκίνησε το 1984 από την Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Φορέων της Καραϊβικής, σχεδιάστηκε για να ενισχύσει την περιφερειακή ενότητα μεταξύ των νησιωτικών εθνών της Καραϊβικής, πολλά από τα οποία μοιράζονται ιστορίες αποικιοκρατίας, μετανάστευσης και πολιτισμικής υβριδικότητας. Ο διαγωνισμός εμφανίστηκε κατά την περίοδο που τα κράτη της Καραϊβικής αναζητούσαν μεγαλύτερη περιφερειακή συνεργασία, μέσω οργανισμών όπως η CARICOM.

Ο διαγωνισμός λειτούργησε ως πλατφόρμα ήπιας ισχύος για τις χώρες της Καραϊβικής, επιτρέποντάς τους να παρουσιάσουν τις μοναδικές μουσικές τους παραδόσεις—ρέγκε, καλύψο, σόκα, ζουκκλπ—και να προβάλλουν θετικές εικόνες στον κόσμο. Βοήθησε επίσης στην ενίσχυση της περιφερειακής ταυτότητας και αλληλεγγύης, αντιμετωπίζοντας την επιρροή μεγαλύτερων δυνάμεων της Αμερικής.

Το Φεστιβάλ τραγουδιού Καραϊβικής ήταν μια γιορτή της γλωσσικής και πολιτισμικής ποικιλομορφίας της περιοχής, παρουσιάζοντας τραγούδια στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ολλανδικά, καθώς και σε κρεολικές και ιθαγενείς γλώσσες. Ο διαγωνισμός έδωσε έμφαση στη σύντηξη αφρικανικών, ευρωπαϊκών και ιθαγενών επιρροών που ορίζουν τη μουσική της Καραϊβικής. Η γεωπολιτισμική του προοπτική ήταν συμπεριληπτική, αντικατοπτρίζοντας τις πολύπλοκες ιστορίες μετανάστευσης και πολιτισμικής ανταλλαγής της περιοχής.

Οι περιφερειακές αντιπαλότητες και οι ανισότητες στους πόρους, επηρέασαν τη συμμετοχή και τα αποτελέσματα. Η σχετικά μικρή κλίμακα του διαγωνισμού και η περιορισμένη διεθνής προβολή έδειξαν ότι η επιρροή του ήταν κυρίως περιφερειακή, αλλά αποτελούσε ένα σημαντικό εργαλείο για την πολιτισμική διπλωματία και την οικοδόμηση ταυτότητας εντός της Καραϊβικής. Ο διαγωνισμός σταμάτησε το 2000.

Κάθε ένας από αυτούς τους περιφερειακούς διαγωνισμούς, αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει με τον δικό του τρόπο, τις γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές φιλοδοξίες της Eurovision και της Intervision. Λειτουργούν ως πλατφόρμες για περιφερειακή ολοκλήρωση, προβολή ήπιας ισχύος και συμπόρευσης της νεωτερικότητας και της παράδοσης. Ενώ η επιρροή και η προβολή τους ποικίλλουν, καταδεικνύουν τη δύναμη των διαγωνισμών τραγουδιού, ως χώρους αντιπαράθεσης για την πολιτισμική διπλωματία και την οικοδόμηση ταυτότητας σε έναν πολυπολικό κόσμο.

 

Geopolitics: Η ομάδα του γεωπολιτισμού
+ posts