Ghiblification: Η αποικιοκρατία της τεχνητής νοημοσύνης

Στα τέλη Μαρτίου 2025, οι ροές των κοινωνικών δικτύων πλημμύρισαν από ένα κύμα εικόνων που παράγονται από τεχνητή νοημοσύνη και μιμούνται την χαρακτηριστική αισθητική του Studio Ghibli. Απαλοί χρωματικοί τόνοι, στρογγυλεμένοι σχεδιασμοί χαρακτήρων, ειδυλλιακή γαλήνη—χαρακτηριστικά που εδώ και χρόνια συνδέονται με τις ταινίες του Χαγιάο Μιγιαζάκι, όπως «Το Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων» και «Ο Γείτονας μου ο Τότορο»—εμφανίστηκαν παντού, όχι όμως ως φόρος τιμής φτιαγμένοι από ανθρώπινα χέρια.

Ήρθαν ως άμεσες εξαγωγές από μοντέλα εικόνας ΤΝ, σε μια τάση που βαφτίστηκε «Ghiblification». Το καινούργιο είναι η αυτοματοποίηση: ένα διακριτό πολιτισμικό ύφος μετατρέπεται σε παράμετρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά βούληση.

Αυτό το φαινόμενο φανερώνει ένα ευρύτερο πρότυπο που δικαιώνει τον όρο «αποικιοκρατία της ΤΝ»: η άντληση πολιτισμικού μόχθου και ύφους χωρίς συναίνεση ή αποζημίωση, η μετατροπή τους σε μαζικά αναπαραγόμενες επιφανειακές αισθητικές και η επαναδιάθεση τους, ώστε να υπηρετήσουν τα κίνητρα τεχνολογικών εταιρειών και κερδοσκοπικών αγορών. Το αποτέλεσμα είναι η οικονομική αδικία για τους καλλιτέχνες, η συρρίκνωση της πολιτισμικής ποικιλίας και η διάβρωση των νοημάτων που έφεραν στην αρχή αυτές οι δημιουργίες.

Οι άμεσες οικονομικές συνέπειες κατέστησαν τη δυναμική αυτή αδύνατο να αγνοηθεί. Καθώς η αισθητική έγινε viral, ακολούθησε ευκαιριακή εκμετάλλευση με tokens: meme coins με επωνυμίες που παραπέμπουν στο Ghibli, εμφανίστηκαν σε αλυσίδες όπως η Solana, με ορισμένα να σημειώνουν πρόσκαιρες εκτινάξεις κεφαλαιοποίησης, εκμεταλλευόμενα το κύμα της κοινωνικής προσοχής. Αυτή η κερδοσκοπική δραστηριότητα, όσο εντυπωσιακή κι αν είναι, ελάχιστα συνδέεται με την πολιτισμική προέλευση ή τον καλλιτεχνικό μόχθο. Η τιμή ακολουθεί το viral, όχι την καλλιτεχνική πατρότητα. Ελλείψει άμεσης αδειοδότησης, τα κέρδη που παράγονται από τέτοια χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν καταλήγουν στο Studio Ghibli ή στους καλλιτέχνες του. Αντίθετα, η αξία συσσωρεύεται αλλού. Οι πάροχοι μοντέλων ωφελούνται μέσω τελών χρήσης και εγκλωβισμού στο οικοσύστημα, οι πλατφόρμες διανομής μέσω εμπλοκής και διαφήμισης και οι μεσάζοντες που χρησιμοποιούν προτρεπτικά εργαλεία (prompts) για παραγγελίες, αποσπούν πρόσοδο. Οι αγορές για αναθέσεις «έργων στο ύφος του Χ» συμπιέζονται, καθώς η ζήτηση μετατοπίζεται από την ανθρώπινη εργασία σε αποτελέσματα που προκύπτουν από prompts, μειώνοντας όχι μόνο το εισόδημα αλλά και την αναγνώριση και τη διαπραγματευτική ισχύ των δημιουργών, των οποίων το ύφος καθιστά επιθυμητές αυτές τις εξαγωγές. Δεν έχει εξαφανιστεί ο θαυμασμός, απλώς η νέα τεχνολογική υποδομή ανακατευθύνει τόσο την προσοχή όσο και το χρήμα, προς τα συστήματα που αυτοματοποιούν τον θαυμασμό.

Αυτή η ανακατεύθυνση εδράζεται σε νομική και ηθική γκρίζα ζώνη. Σε πολλές έννομες τάξεις, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύει συγκεκριμένες εκφράσεις, όχι αφηρημένο ύφος. Ως αποτέλεσμα, η μίμηση ύφους συχνά διαφεύγει των παραδοσιακών ελέγχων. Δεν τελειώνει όμως εκεί η ιστορία. Διαφορετικά δόγματα—σήματα και διακριτική εμφάνιση, νόθευση ανταγωνισμού, ηθικά δικαιώματα, δικαιώματα επί της προσωπικότητας—μπορεί να ισχύσουν σε συγκεκριμένες εμπορικές καταστάσεις, ιδίως όταν τα παραγόμενα προϊόντα δημιουργούν σύγχυση ή εσφαλμένη απονομή καλλιτεχνικής πατρότητας. Το ρυθμιστικό τοπίο είναι κατακερματισμένο και υστερεί της τεχνικής πραγματικότητας, με αρχές και δικαστήρια να αγωνίζονται ακόμη με το ζήτημα της πατρότητας έργων με τη συνδρομή ΤΝ, με κανόνες επισήμανσης και προέλευσης και με υποχρεώσεις διαφάνειας των παρόχων μοντέλων. Μέσα σε αυτό το αβέβαιο πλαίσιο, ο χαρακτηρισμός της πρακτικής ως «κλοπή» είναι κανονιστικός ισχυρισμός, όχι παγιωμένο νομικό συμπέρασμα. Ωστόσο, υπό το πρίσμα της ηθικής της εργασίας η συστηματική, χωρίς αποζημίωση άντληση δημιουργικού μόχθου σε μεγάλη κλίμακα, ιδίως όταν υποκαθιστά ανθρώπινες αναθέσεις, συνιστά οικονομική αδικία ακόμη κι αν παραμένει τεχνικά νόμιμη.

Το να μιλούμε για «αποικιοκρατία» εδώ δεν είναι σχήμα λόγου αλλά έμφαση στη δομή. Ένας στενός κύκλος εταιρειών—κυρίως με έδρα τον Παγκόσμιο Βορρά—αναπτύσσει και διευθύνει τα μεγάλα μοντέλα που τροφοδοτούν αυτές τις εξαγωγές. Εκπαιδεύονται σε τεράστιας κλίμακας σώματα δεδομένων που ενσωματώνουν ποικίλα πολιτισμικά τεκμήρια, ορίζουν τα περιβάλλοντα διεπαφής μέσω των οποίων αυτά τα τεκμήρια μπορούν να θεωρηθούν ως ύφη, κατέχουν τα κανάλια διανομής και διαμορφώνουν τα προεπιλεγμένα πρότυπα πολιτικής. Τα οφέλη συγκεντρώνονται, ενώ η ρύθμιση και οι κανόνες επιβάλλονται απ’ έξω. Τα πολιτισμικά σύμβολα επανασυσκευάζονται ως ουδέτερα «αισθητικά χαρακτηριστικά», διαθέσιμα κατ’ απαίτηση, αποσυνδεδεμένα από τα συμφραζόμενα και τις κοινότητες τους. Πρόκειται για «εξαγωγή και οριοθέτηση» εφαρμοσμένες στην κουλτούρα, μια αναπαραγωγή αποικιοκρατικών λογικών στον χώρο των δεδομένων, του ύφους και του νοήματος.

Οι πολιτισμικές βλάβες δεν ανάγονται σε αισθήματα ή απλή νοσταλγία. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, γράφοντας για τη μηχανική αναπαραγωγή, υποστήριξε ότι τα αντίγραφα διαβρώνουν την «αύρα» των έργων, την μοναδική τους παρουσία στον χώρο και τον χρόνο, δεμένη με παράδοση και τελετουργία. Η αλγοριθμική αναπαραγωγή επιταχύνει και μετασχηματίζει αυτή τη διαδικασία. Δεν πολλαπλασιάζει απλώς αντίγραφα. Αφαιρεί την «Ghibli-κότητα» σε μια αρθρωτή εικόνα, αποσπασμένη από το αφηγηματικό και ηθικό της υπόστρωμα, βελτιστοποιημένη για χρήση και ατελείωτες αναμείξεις, επειδή ακριβώς έχει σχεδιαστεί για αυτό. Ό,τι απομένει είναι μια επιφανειακή αισθητική που γίνεται τάση επειδή είναι viral. Η βλάβη οξύνεται όταν η επαναχρησιμοποίηση αντιφάσκει ευθέως προς το ήθος του αρχικού έργου. Ένα ύφος συνδεδεμένο με ανθρωπιστικές, αντιμιλιταριστικές ευαισθησίες, μπορεί να επαναπλαισιωθεί ώστε να απαλύνει πολιτικά μηνύματα, ή να εξωραΐσει τον μιλιταρισμό, αξιοποιώντας την αισθητική αξιοπιστία για να κατευθύνει την αντίληψη σε διαφορετικό δρόμο. Το ζήτημα δεν είναι απλώς αισθητικό, είναι η εργαλειακή χρήση πολιτισμικού κύρους, για σκοπούς που οι δημιουργοί απορρίπτουν ρητά.

Η συγκέντρωση ισχύος της ΤΝ εντείνει αυτές τις βλάβες. Η εκπαίδευση μοντέλων μεγάλης κλίμακας απαιτεί ασυνήθιστη πρόσβαση σε υπολογιστική ισχύ, δεδομένα και διανομή, δημιουργώντας ολιγοπωλιακές δυναμικές που ωθούν νεοφυείς επιχειρήσεις, ανεξάρτητους προγραμματιστές και καλλιτέχνες, σε εξάρτηση από λίγες πλατφόρμες. Οι διαπραγματεύσεις αδειοδότησης γίνονται μονομερείς, οι προεπιλεγμένοι κανόνες πολιτικής μετατρέπονται σε τετελεσμένα.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, θεσμοί του Παγκόσμιου Βορρά κυριαρχούν στην ανάπτυξη μοντέλων, στα σημεία αναφοράς και στη διακυβέρνηση πλατφορμών. Χωρίς διασυνοριακή πολιτισμική διακυβέρνηση ή δίκαιες υποδομές αδειοδότησης, οι δημιουργοί του Παγκόσμιου Νότου, είναι πιθανότερο να λειτουργούν ως πηγές εξαγωγής παρά ως αποδέκτες αποζημίωσης.

Υπάρχει διαδρομή προς τα εμπρός, έστω ατελής. Η διαφάνεια για τα δεδομένα εκπαίδευσης της ΤΝ σε υψηλό επίπεδο, μαζί με ισχυρά σήματα προέλευσης ενσωματωμένα στις ροές παραγωγής, θα επέτρεπαν εντιμότερο διάλογο και καλύτερη επιβολή κανόνων. Καθαρή, συνεπής σήμανση των παραγόμενων από ΤΝ έργων θα μείωνε τη σύγχυση ως προς την πατρότητα και θα καθιστούσε την εργαλειακή χρήση ευκολότερα ορατή. Καθεστώτα αδειοδότησης βάσει συναίνεσης για εν ζωή καλλιτέχνες και κληρονομιές, συμπεριλαμβανομένων μπλοκαρισμάτων ύφους σε επίπεδο πλατφόρμας και οργανισμών συλλογικής διαχείρισης ικανών να διαπραγματευτούν δίκαιες αμοιβές, θα μπορούσαν να ανακατευθύνουν μέρος της αξίας πίσω στους δημιουργούς των οποίων τα ύφη επιλέγονται. Στοχευμένες νομικές επικαιροποιήσεις γύρω από αθέμιτη εκμετάλλευση, σε εμπορικές χρήσεις που εκμεταλλεύονται ελεύθερα ιδιαίτερα διακριτά ύφη, θα αντιμετώπιζαν τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις χωρίς να παγώνουν την καλλιτεχνική εξέλιξη. Η πολιτική ανταγωνισμού μπορεί να περιορίσει την υπερσυγκέντρωση, ελέγχοντας την ισχύ αγοράς των μοντέλων, ενθαρρύνοντας τη διαλειτουργικότητα και χρηματοδοτώντας μοντέλα δημοσίου συμφέροντος και πολιτισμικά αρχεία με συμμετοχή καλλιτεχνών στη διακυβέρνηση. Παράλληλα, πολιτισμικές επενδύσεις—επιχορηγήσεις, φιλοξενίες, δημόσιες αναθέσεις που προκρίνουν την ανθρωποκεντρική δημιουργία, καθώς και εκπαίδευση για προέλευση και αδειοδότηση—θα ενδυναμώσουν την οικονομική και κοινωνική θέση των καλλιτεχνών σε ένα ρευστό τοπίο.

Η Ghiblification, λοιπόν, δεν είναι ένα χαριτωμένο meme. Είναι μια ζωντανή μελέτη περίπτωσης για το πώς τα γενικής χρήσης συστήματα ΤΝ μετατρέπουν πολιτισμικά πλούσια ύφη σε κλιμακώσιμες επιφανειακές αισθητικές, διοχετεύοντας αξία προς πλατφόρμες και κερδοσκοπικά χρηματοοικονομικά εργαλεία, ενώ μετατοπίζουν αναγνώριση και εισόδημα από τους καλλιτέχνες των οποίων ο μόχθος οικοδόμησε το συγκεκριμένο ύφος. Ακόμη κι αν το ισχύον δίκαιο αντιμετωπίζει το ύφος ως μη προστατεύσιμο, οι ηθικές και πολιτισμικές βλάβες είναι απτές: οικονομική αδικία, εργαλειακή χρήση συμβόλων και συρρίκνωση της πολιτισμικής ποικιλίας. Η εναλλακτική δεν είναι ένα μουσείο παγωμένων υφών αλλά ένα καλύτερο κοινωνικό συμβόλαιο για την πολιτισμική παραγωγή—διαφανή συστήματα, αδειοδότηση βάσει συναίνεσης, στοχευμένες νομικές δικλίδες, διακυβέρνηση πλατφορμών που αντιστέκεται στην ομογενοποίηση και δημόσιες επενδύσεις που κρατούν την ανθρώπινη δημιουργικότητα ζωντανή.

Γρηγόρης Κοτσίρης
+ posts