Δυο στρατηγικές για την Ευρώπη

Το 2025 αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή για την ευρωπαϊκή στρατηγική, όπως αποτυπώνεται σε δύο σημαντικά έγγραφα: την Στρατηγική Αναθεώρηση Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου (που δημοσιεύθηκε στις 2 Ιουνίου 2025) και την Εθνική Στρατηγική Αναθεώρηση της Γαλλίας (που δημοσιεύθηκε στις 14 Ιουλίου 2025). Αυτές οι δύο χώρες, πυρηνικές δυνάμεις, μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ευρωπαϊκές δυνάμεις, εκφράζουν μια σημαντική αλλαγή στην αντίληψη της απειλής, με τη Ρωσία να προσδιορίζεται σαφώς ως ο κύριος αντίπαλος της Ευρώπης και την ανάγκη προετοιμασίας για μια σύγκρουση υψηλής έντασης έως το 2030.

ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ

Και οι δύο εκθέσεις αντικατοπτρίζουν μια βαθιά αλλαγή στη στρατηγική σκέψη, που καθοδηγείται από ένα επιδεινούμενο παγκόσμιο περιβάλλον ασφαλείας. Ένα κεντρικό θέμα είναι η υιοθέτηση μιας προσέγγισης «όλης της κοινωνίας» για την εθνική ασφάλεια. Αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζει ότι οι σύγχρονες απειλές —από συμβατικούς στρατιωτικούς κινδύνους μέχρι υβριδικό πόλεμο, κυβερνοεπιθέσεις και παραπληροφόρηση— απαιτούν τη συμμετοχή όχι μόνο του στρατού αλλά και της κοινωνίας των πολιτών, της βιομηχανίας και των κυβερνητικών θεσμών. Επισημαίνοντας την κοινωνική ανθεκτικότητα, και οι δύο χώρες στοχεύουν στη δημιουργία ισχυρών αμυνών ικανών να αντέξουν πολυδιάστατες προκλήσεις.

Η πυρηνική αποτροπή αποτελεί έναν ακόμη κρίσιμο σημείο σύγκλισης. Η Στρατηγική Αναθεώρηση Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου τοποθετεί την πυρηνική αποτροπή ως το «θεμέλιο» της εθνικής ασφάλειας, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της στην αποτροπή υπαρξιακών απειλών. Ομοίως, η γαλλική αναθεώρηση περιγράφει το πυρηνικό της οπλοστάσιο ως «ανεξάρτητο, αξιόπιστο και συνεκτικό — τον ακρογωνιαίο λίθο της αμυντικής πολιτικής». Αυτή η ανανεωμένη έμφαση στις πυρηνικές δυνατότητες, αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη αντίληψη της Ρωσίας ως άμεσης απειλής, ιδιαίτερα δεδομένων των εκτιμώμενων 4.300-5.500 (ανάλογα με την πηγή εκτίμησης) πυρηνικών κεφαλών της σε σύγκριση με τις συνδυασμένες 515 κεφαλές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας. Και οι δύο χώρες θεωρούν ότι τα πυρηνικά τους οπλοστάσια, αν και μικρότερα, παραμένουν επαρκή για να προκαλέσουν μη αποδεκτή ζημία σε έναν αντίπαλο, διατηρώντας έτσι την αξιοπιστία της αποτροπής. Η θέση αυτή, έχει αμφισβητηθεί πολλές φορές από τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια.

Η πιο πρωτοποριακή εξέλιξη είναι η δέσμευση για διμερή πυρηνική συνεργασία, που επισημοποιήθηκε μέσω της Διακήρυξης του Νόρθγουντ του 2025. Αυτή η συμφωνία καθιερώνει την Ομάδα Καθοδήγησης Πυρηνικών Ηνωμένου Βασιλείου-Γαλλίας, ένα σημαντικό βήμα προς την επιχειρησιακή συνεργασία των πυρηνικών τους στρατηγικών. Επιπλέον, η πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στις 5 Μαρτίου 2025 για την έναρξη στρατηγικού διαλόγου με ευρωπαίους συμμάχους σχετικά με τον ρόλο της γαλλικής πυρηνικής αποτροπής στην κοινή ασφάλεια της Ευρώπης, υποδηλώνει την προθυμία να ενσωματωθούν οι εθνικές δυνατότητες σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αυτές οι εξελίξεις, σηματοδοτούν μια απομάκρυνση από τον παραδοσιακά εσωστρεφή χαρακτήρα της πυρηνικής πολιτικής και υποδηλώνουν μια πιθανή βάση για μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αποτροπής.

ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ

Παρά τις συγκλίσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία εκφράζουν διαφορετικά στρατηγικά οράματα, που διαμορφώνονται από τους ιστορικούς τους ρόλους, τις γεωπολιτικές προτεραιότητες και τις θεσμικές τους σχέσεις. Η Στρατηγική Αναθεώρηση Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου υιοθετεί μια ρητά ΝΑΤΟκεντρική προσέγγιση, εστιάζοντας στον Ευρωατλαντικό χώρο και εγκαταλείποντας ουσιαστικά την στροφή προς τον Ινδο-Ειρηνικό, που χαρακτήριζε την προηγούμενη στρατηγική του στάση. Αυτή η αλλαγή, αντικατοπτρίζει μια ρεαλιστική αναγνώριση των άμεσων απειλών που θέτει η Ρωσία, κατά το Λονδίνο και την ανάγκη ενίσχυσης της ανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ. Με τη στενή ευθυγράμμιση με την Ατλαντική Συμμαχία, το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκει να ενισχύσει τον ρόλο του ως ηγετικό μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ αξιοποιεί το πλαίσιο της συλλογικής άμυνας για να μεγιστοποιήσει την επιρροή του.

Αντίθετα, η Εθνική Στρατηγική Αναθεώρηση της Γαλλίας διατηρεί μια παγκόσμια προοπτική, εξισορροπώντας τις δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ με τη συνεχιζόμενη παρουσία στην Αφρική και τον Ινδο-Ειρηνικό. Η επιδίωξη της «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας» παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής της, αντικατοπτρίζοντας την επιθυμία να μειωθεί η εξάρτηση από εξωτερικές δυνάμεις —ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες— ενώ προωθείται ένα ισχυρότερο, πιο αυτάρκες ευρωπαϊκό οικοσύστημα άμυνας. Αυτό το όραμα, ευθυγραμμίζεται με την ιστορική έμφαση της Γαλλίας στην εθνική κυριαρχία και τη φιλοδοξία της να ηγηθεί της ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού πλαισίου ασφαλείας ανεξάρτητου, αλλά συμπληρωματικού προς το ΝΑΤΟ.

Οι τεχνολογικές προτεραιότητες υπογραμμίζουν περαιτέρω αυτές τις διαφορές. Το Ηνωμένο Βασίλειο επενδύει πρωτίστως στην ψηφιακή αναβάθμιση, με πάνω από 1 δισεκατομμύριο λίρες να διατίθενται έως το 2027 για την ενίσχυση των κυβερνοδυνατοτήτων και την ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών στα αμυντικά του συστήματα. Αυτή η εστίαση αντικατοπτρίζει την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να διατηρήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον ψηφιακό τομέα, ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση υβριδικών απειλών.

Η Γαλλία αντίθετα, δίνει προτεραιότητα στην τεχνολογική αυτονομία σε κρίσιμους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI), το διάστημα και οι κβαντικοί υπολογιστές. Αυτή η έμφαση υπογραμμίζει την αποφασιστικότητα της Γαλλίας να ελέγξει το τεχνολογικό της πεπρωμένο και να μειώσει την εξάρτηση από ξένους προμηθευτές, ιδιαίτερα στο φως των ευπαθειών της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά εμπόδια για τη μετατροπή των στρατηγικών τους φιλοδοξιών σε πραγματικότητα. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ έως το 2027, με μακροπρόθεσμο στόχο να φτάσει το 3% στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο και το 5% για τη συνολική εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, οι επικριτές υποστηρίζουν ότι αυτοί οι στόχοι μπορεί να επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά, ιδιαίτερα λόγω των ανταγωνιστικών εσωτερικών προτεραιοτήτων και των οικονομικών αβεβαιοτήτων.

Ομοίως, η Γαλλία στοχεύει να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό στα 64 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2027, αλλά οι δημοσιονομικές της προκλήσεις είναι τρομακτικές, με δημόσιο χρέος 3,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ και έλλειμμα 5,8% του ΑΕΠ.

Αυτοί οι δημοσιονομικοί περιορισμοί εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα των φιλοδοξιών και των δύο χωρών. Η αναθεώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει δεχθεί κριτική για την έλλειψη σαφούς μηχανισμού χρηματοδότησης για την υποστήριξη των εκτεταμένων στόχων της, ενώ τα σχέδια της Γαλλίας εξαρτώνται από την υπέρβαση της εσωτερικής πολιτικής αντίστασης στην αύξηση των αμυντικών δαπανών.

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ;

Οι αναθεωρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας υποδηλώνουν την πιθανή εμφάνιση μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, που καθοδηγείται εν μέρει από την αβεβαιότητα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ. Με τα συνδυασμένα πυρηνικά οπλοστάσια του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, η Ευρώπη μπορεί να θεωρεί ότι διαθέτει μια αξιόπιστη αποτροπή έναντι της ρωσικής επιθετικότητας, ακόμη κι αν υστερεί αριθμητικά σε σχέση με τις κεφαλές της Ρωσίας. Ωστόσο, η υλοποίηση ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού πλαισίου αποτροπής απαιτεί την υπέρβαση σημαντικών πολιτικών και θεσμικών εμποδίων.

Μια επιλογή είναι η πληρέστερη ενσωμάτωση της Γαλλίας στην Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, την οποία ιστορικά έχει αποφύγει, προτιμώντας να διατηρήσει μια ανεξάρτητη πυρηνική στάση. Εναλλακτικά, η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Αποτροπή θα μπορούσε να παρέχει ένα ειδικό φόρουμ για το συντονισμό των πυρηνικών στρατηγικών μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Και οι δύο προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της απροθυμίας της Γαλλίας να παραχωρήσει μέρος του ελέγχου του πυρηνικού της οπλοστασίου και της ανάγκης ευθυγράμμισης διαφορετικών εθνικών συμφερόντων, μέσα σε ένα κατακερματισμένο ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο.

Οι Στρατηγικές Αναθεωρήσεις του 2025 του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας αποτελούν μια καμπή στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας, αντικατοπτρίζοντας μια κοινή αναγνώριση της Ρωσίας ως πρωταρχικής απειλής και την ανάγκη για ολοκληρωμένη κοινωνική και στρατιωτική ετοιμότητα. Ενώ και οι δύο χώρες συγκλίνουν στη σημασία της πυρηνικής αποτροπής και της διμερούς συνεργασίας, τα στρατηγικά τους οράματα αποκλίνουν ως προς το εύρος και την εστίαση, με το Ηνωμένο Βασίλειο να δίνει προτεραιότητα στο ΝΑΤΟ και τον Ευρωατλαντικό χώρο, και τη Γαλλία να επιδιώκει παγκόσμιο ρόλο παράλληλα με την ευρωπαϊκή αυτονομία.

Σωτηρία Πάνου
+ posts