Η Γαλλία, η Γερμανία και η πολεμική βιομηχανία στην Ευρώπη

Η σύγχρονη πολεμική πραγματικότητα στην Ευρώπη αναδιαμορφώνεται γύρω από ένα κεντρικό αξίωμα: χωρίς μαζική, χαμηλού κόστους παραγωγή, οι στρατοί δεν μπορούν να κερδίσουν τον πόλεμο. Το δόγμα αυτό, που αναδύθηκε από την εμπειρία της Ουκρανίας, διαπερνά τόσο τη γαλλική όσο και τη γερμανική συζήτηση, αλλά με διαφορετικούς ρυθμούς, προτεραιότητες και θεσμικές αδράνειες.

Η μετάβαση από τα λίγα, εξαιρετικά προηγμένα και πανάκριβα οπλικά συστήματα στις μεγάλες σειρές φθηνότερων, ευέλικτων και εξελισσόμενων μέσων –πρωτίστως drones– θέτει νέα κριτήρια ισχύος: ρυθμός παραγωγής, ευελιξία εφοδιαστικών αλυσίδων, ενσωμάτωση λογισμικού και τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και βιομηχανική κινητοποίηση της οικονομίας.

Στη Γαλλία, η επιλογή ηγεσίας με τον Emmanuel Chiva στη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών, σηματοδοτεί μια σαφή σύζευξη στρατιωτικής ανάγκης και ιδιωτικού κεφαλαίου. Από το 2018, με τη δημιουργία της Defense Innovation Agency, η προσέγγιση είναι εμφανώς “οικοσυστημική”: αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, στρατιωτικών δορυφόρων και ανακατεύθυνση της βιομηχανικής βάσης προς διττή χρήση. Οι οδηγίες για αποθέματα στρατηγικών ορυκτών και η προετοιμασία μετατροπών πολιτικών γραμμών παραγωγής σε στρατιωτικές, δεν αποτελούν απλώς τεχνικές ρυθμίσεις. Υποδηλώνουν αλλαγή παραδείγματος, η οικονομία πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο πριν η σύγκρουση απαιτήσει μαζικές ποσότητες. Το παράδειγμα της Renault, που εξαναγκάστηκε να παράγει drones και στρατιωτικό υλικό, είναι ενδεικτικό της νέας λογικής, της πολιτικής κινητοποίησης για την άμυνα.

Η Γαλλία παραδοσιακά αρίστευε σε κορυφαία, αλλά ακριβά και μικρού παραγόμενου όγκου, συστήματα. Ωστόσο, η πραγματικότητα του πεδίου μάχης δείχνει πως η υπεροχή καθορίζεται όλο και περισσότερο από τη διαθεσιμότητα φθηνών, πολυάριθμων και αναλώσιμων πλατφορμών, με έξυπνη καθοδήγηση. Η μαζική παραγωγή μικρών UAV, όπως αποδεικνύει η ρωσική γραμμή παραγωγής FPV drones, επιτρέπει οικονομικά αποδοτικά, ακριβή πλήγματα, που υποκαθιστούν μέχρι ενός σημείου την παραδοσιακή, οικονομικά ακριβή και συχνά, επιχειρησιακά ανακριβή πυροβολαρχία. Τα άρματα και το πυροβολικό δεν καθίστανται περιττά, απλά αναπλαισιώνονται. Η επιχειρησιακή κυριαρχία δεν κρίνεται πλέον από λίγες “απόρθητες” πλατφόρμες, αλλά από την ολοκλήρωση αισθητήρων-βλημάτων-λογισμικού σε μια αρχιτεκτονική που ανανεώνεται διαρκώς και τροφοδοτείται από χαμηλό κόστος ανά μονάδα συστήματος.

Στη Γερμανία, το διακύβευμα είναι διττό: η πολιτική φιλοδοξία για πρωτεία στη συμβατική ισχύ και η βιομηχανική παράδοση των μεγάλων ομίλων, συγκρούονται με την ανάγκη για τεχνολογικό άλμα στις αυτόνομες και ημι-αυτόνομες πλατφόρμες.

Νεοφυείς και νεότεροι παίκτες, όπως η Helsing και η Stark, υποστηρίζουν ότι η αναλογία δαπανών πρέπει να μεταβληθεί δραστικά υπέρ των drones και των αυτόνομων συστημάτων. Το επιχείρημά τους είναι πρακτικό: τα drones είναι φθηνά, πολλαπλασιάζουν ισχύ, και –με την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης– αποκτούν αυξανόμενη αυτονομία και επιχειρησιακή ανθεκτικότητα. Η Ουκρανία αποτέλεσε το “εργαστήριο” όπου αποδείχθηκε ότι, χαμηλού κόστους μέσα μπορούν να εξουδετερώσουν πανάκριβα συστήματα, μετατοπίζοντας την καμπύλη κόστους/απόδοσης.

Απέναντι σε αυτή τη νέα ορθοδοξία, οι καθιερωμένοι βιομηχανικοί κολοσσοί –με προεξάρχουσα τη Rheinmetall– τονίζουν τη διαχρονική αξία των αρμάτων, του πυροβολικού και των μεγάλων πλατφορμών. Η θέση τους δεν είναι τελείως συντηρητική: αναγνωρίζουν τη σημασία των drones, όμως επιμένουν στην πολυκλαδική ισορροπία. Και πράγματι, η μονοκαλλιέργεια drones εγκυμονεί κινδύνους: ηλεκτρονικός πόλεμος, αντι-drones μέτρα, εναέριος κορεσμός και ζήτημα διατήρησης εναέριας υπεροχής. Η γερμανική κυβέρνηση, με δεσμεύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων για drones αλλά πολλαπλάσιες για παραδοσιακά συστήματα, επιχειρεί έναν “συμβιβασμό”, που συνίσταται σε αναγνώριση της τεχνολογικής στροφής, χωρίς εγκατάλειψη της βαριάς ισχύος.

Ωστόσο, το γερμανικό σύστημα προμηθειών φέρει βάρη του παρελθόντος- σκάνδαλα, σπατάλες, παλαιωμένα μέσα και βραδύτητα υλοποίησης. Η πρόκληση δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά διαδικαστική. Πώς επιταχύνεται ο κύκλος από την ιδέα στο πρωτότυπο και από εκεί στη μαζική παραγωγή; Πώς αποκλιμακώνεται το ρίσκο προμηθειών ώστε να δοθούν ευκαιρίες σε νέους προμηθευτές, χωρίς να υπονομεύεται η αξιοπιστία; Και, κυρίως, πώς μετασχηματίζεται μια δομή προϋπολογισμών που παραδοσιακά ενισχύει “μεγάλες γραμμές” σε μια δυναμική, λογισμικοκεντρική άμυνα;

Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιπαράθεση “drones εναντίον αρμάτων” είναι παραπλανητική. Το κρίσιμο σημείο είναι η αναλογία και η αρχιτεκτονική. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις χρειάζονται:

Βιομηχανική ικανότητα ταχείας ανάπτυξης για φθηνά, αναλώσιμα συστήματα (FPV, περιφερόμενα πυρομαχικά, μικρά ISR).

Ανοικτές, διαλειτουργικές αρχιτεκτονικές λογισμικού, ώστε η τεχνητή νοημοσύνη να αναβαθμίζει συνεχώς αισθητήρες και καθοδήγηση.

Ανθεκτικές εφοδιαστικές αλυσίδες και αποθέματα κρίσιμων υλικών, με έμφαση στη διττή χρήση για οικονομικούς και στρατιωτικούς στόχους των γραμμών παραγωγής.

Συνύπαρξη βαρέων μέσων με “σμήνη” drones, υποστηριζόμενα από ηλεκτρονικό πόλεμο, αντιαεροπορική άμυνα μικρού βεληνεκούς και σκληρά/μαλακά αντίμετρα.

Η Γαλλία φαίνεται να έχει εσωτερικεύσει το μήνυμα της οικονομικής προετοιμασίας και της θεσμικής ευελιξίας: “στρατός που νικά” προϋποθέτει “οικονομία που παράγει”.

Η Γερμανία διαθέτει ισχυρή βιομηχανική βάση και τεράστιο δημοσιονομικό εύρος, αλλά κινδυνεύει να χάσει το momentum αν η στροφή προς τις αυτόνομες πλατφόρμες παραμείνει υποδεέστερη έναντι των παραδοσιακών προτεραιοτήτων. Το πεδίο μάχης του αύριο θα είναι πιο φθηνό ανά μονάδα, αλλά ακριβό σε ρυθμό παραγωγής και λογισμική υπεροχή. Όποιος επιτύχει τον σωστό συνδυασμό κλίμακας, κόστους και ταχείας καινοτομίας θα διαμορφώσει τους όρους της ευρωπαϊκής αποτροπής. Σε αυτό, η Γαλλία δείχνει τον δρόμο της βιομηχανικής κινητοποίησης, ενώ η Γερμανία βρίσκεται πιο πίσω, γιατί πρέπει να περάσει από τη στρατηγική ρητορική στη γρήγορη, τεκμηριωμένη εκτέλεση.

Geoeurope: H ομάδα της γεωοικονομίας
+ posts