Η πυρηνική διπλωματία παραμένει ένας από τους πιο κρίσιμους πυλώνες που στηρίζουν τη διεθνή ασφάλεια και την παγκόσμια σταθερότητα σήμερα. Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις, που καθορίστηκαν από τη σύνοδο κορυφής της 15ης Αυγούστου 2025, που πραγματοποιήθηκε στην Αλάσκα μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, υπογράμμισαν την εξαιρετική σημασία του στρατηγικού ελέγχου των εξοπλισμών, ως θεμελιώδους ζητήματος που διαμορφώνει τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η σύνοδος κορυφής της Αλάσκας σηματοδότησε μια προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας να επαναβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους να περιορίσουν και να διαχειριστούν τα στρατηγικά πυρηνικά τους οπλοστάσια, πέρα από τη λήξη της Νέας Συνθήκης START στις 5 Φεβρουαρίου 2026, της τελευταίας δεσμευτικής συμφωνίας ελέγχου εξοπλισμών μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, η σύνοδος κορυφής εξέθεσε τις εγγενείς προκλήσεις του μετασχηματισμού ενός πλαισίου ελέγχου πυρηνικών εξοπλισμών που παραδοσιακά ήταν διμερές, σε ένα που είναι πραγματικά πολυπολικό, ικανό να περιλάβει ανερχόμενες και κατεστημένες πυρηνικές δυνάμεις όπως η Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Αυτή η πρόκληση αντικατοπτρίζει τις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες πραγματικότητες, όπου η πυρηνική διπλωματία πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλο και περισσότερο, ένα πιο διαφορετικό σύνολο στρατηγικών παραγόντων.
Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ START
Η Νέα Συνθήκη START, που υπογράφηκε το 2010 και επεκτάθηκε μέχρι το 2026, παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της ρύθμισης των πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας. Περιορίζει κάθε πλευρά σε μέγιστο 1.550 αναπτυγμένων στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών και ενσωματώνει αυστηρούς μηχανισμούς επαλήθευσης, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επιθεωρήσεων και ανταλλαγών δεδομένων. Περιορίζοντας τις αναπτυγμένες κεφαλές και τα συστήματα μεταφοράς όπως διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBMs), πυραύλους βαλλιστικούς εκτοξευόμενους από υποβρύχια (SLBMs) και βαριά βομβαρδιστικά, η συνθήκη έχει συμβάλει σε μια εύθραυστη αλλά ουσιαστική στρατηγική ισορροπία για πάνω από μια δεκαετία.
Αυτή η ισορροπία έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο των τεταμένων σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας, που χαρακτηρίζονται από γεωπολιτικές συγκρούσεις και διπλωματική δυσπιστία. Παρά αυτές τις εντάσεις, η Νέα START έχει παράσχει ένα νομικό πλαίσιο που περιορίζει το πεδίο του πυρηνικού ανταγωνισμού, αποτρέποντας ανεξέλεγκτους εξοπλισμούς και μειώνοντας τους κινδύνους λανθασμένων υπολογισμών ή κλιμάκωσης.
Η επικείμενη λήξη της Νέας START στις αρχές του 2026 χωρίς συμφωνία αντικατάστασης, απειλεί να διαλύσει αυτό το πλαίσιο, αφήνοντας πιθανώς τα οπλοστάσια των ΗΠΑ και της Ρωσίας ανεξέλεγκτα από επαληθεύσιμα όρια, για πρώτη φορά από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να πυροδοτήσει αποσταθεροποιητικό ανταγωνισμό εξοπλισμών, να υπονομεύσει τις παγκόσμιες προσπάθειες μη-διάδοσης, και να επιδεινώσει τις ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΡΙΜΕΡΕΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΠΡΟΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις εξελισσόμενες πυρηνικές πραγματικότητες, ο Ντόναλντ Τραμπ πρότεινε στη σύνοδο κορυφής της Αλάσκας την επέκταση των διαπραγματεύσεων ελέγχου εξοπλισμών ώστε να περιλάβει την Κίνα, καθιερώνοντας έτσι ένα τριμερές πλαίσιο. Αυτή η πρωτοβουλία στόχευε να ενισχύσει την πολιτική νομιμοποίηση των προσπαθειών αφοπλισμού, εμπλέκοντας όλες τις μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις των οποίων τα οπλοστάσια επηρεάζουν την παγκόσμια στρατηγική σταθερότητα. Ουσιαστικά, επιδίωξε να αποφύγει να αφήσει τον πυρηνικό εκσυγχρονισμό της Κίνας ανεξέλεγκτο, κάτι που διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργήσει μελλοντικές ανατροπές ισχύος, όπως και ένα ρυθμιστικό κενό.
Ωστόσο, η απάντηση του Πεκίνου ήταν μια αναμφίβολη απόρριψη, χαρακτηρίζοντας την πρόταση ως “ούτε λογική ούτε ρεαλιστική.” Κινέζοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών ΓκουοΤζιακούν, επικαλέστηκαν δύο κύριους λόγους: την έντονη ποσοτική ανισότητα στα πυρηνικά οπλοστάσια και τις θεμελιώδεις δογματικές διαφορές στην πυρηνική στρατηγική.
Σύμφωνα με αξιόπιστες εκτιμήσεις, η Ρωσία διατηρεί περίπου 5.580 πυρηνικές κεφαλές, και οι Ηνωμένες Πολιτείες περίπου 5.044. Το οπλοστάσιο της Κίνας παραμένει σημαντικά μικρότερο, αριθμώντας τώρα ελάχιστα πάνω από 600 κεφαλές, ένας αριθμός που έχει αυξηθεί από περίπου 500 τον προηγούμενο χρόνο λόγω συνεχιζόμενου εκσυγχρονισμού και επέκτασης. Ακόμη και προβλέψεις που προβάλλουν το οπλοστάσιο της Κίνας να φτάσει περίπου 1.500 κεφαλές μέχρι το 2035 το τοποθετούν περίπου στο ένα τρίτο του μεγέθους των αποθεμάτων των ΗΠΑ ή της Ρωσίας.
Η Κίνα βλέπει αυτή την ανισότητα ως κρίσιμο παράγοντα, που αποκλείει την άμεση συμμετοχή της σε διαπραγματεύσεις ελέγχου πυρηνικών εξοπλισμών σε ίση βάση με τις δύο υπερδυνάμεις. Επιπλέον, η κινεζική προσήλωση σε μια αυστηρή πολιτική μη-πρώτης-χρήσης (NFU) και ένα δόγμα ελάχιστης αποτροπής αντικατοπτρίζει μια θεμελιωδώς αμυντική πυρηνική στάση. Οι κινεζικές κεφαλές φέρεται να αποθηκεύονται χωριστά από τα συστήματα μεταφοράς τους και διατηρούνται σε χαμηλό επίπεδο επιχειρησιακού συναγερμού, αντιθέτως προς τις στάσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας που περιλαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα συναγερμού και επιλογές πρώτης χρήσης, σε ορισμένες περιπτώσεις.
Αυτές οι διαφορές στο πυρηνικό δόγμα, αντιπροσωπεύουν αντιθετικές στρατηγικές φιλοσοφίες—η Κίνα δίνει προτεραιότητα στη στρατηγική επιβίωση και αυτοσυγκράτηση, ενώ οι ΗΠΑ και η Ρωσία διατηρούν επιθετικές ικανότητες, που στοχεύουν στη διατήρηση πιθανής πυρηνικής υπεροχής.
Η άρνηση της Κίνας να ενταχθεί σε τριμερείς διαπραγματεύσεις, δεν πρέπει να παρερμηνευτεί ως μόνιμη απόρριψη του διαλόγου ελέγχου εξοπλισμών. Μάλλον, αντικατοπτρίζει μια στρατηγική στάση που καθορίζεται από δομικές πραγματικότητες. Παρά τη συνεχιζόμενη ταχεία επέκταση του πυρηνικού οπλοστασίου και των ικανοτήτων της, το τρέχον απόθεμα της Κίνας δεν ισοδυναμεί με ισότητα με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
Η πρόωρη συμμετοχή σε τριμερείς διαπραγματεύσεις ελέγχου εξοπλισμών θα παραχωρούσε σιωπηλώς ένα καθεστώς ίσης στρατηγικής θέσης, το οποίο η κινεζική ηγεσία ούτε επιδιώκει να διεκδικήσει, ούτε να παραδεχθεί σε αυτό το στάδιο. Η Κίνα παραμένει προσηλωμένη σε ένα δόγμα που δίνει έμφαση στην ελάχιστη αποτροπή και NFU, υπογραμμίζοντας μια προσεκτική προσέγγιση που αντιστέκεται στην κλιμάκωση και επιδιώκει να διατηρήσει τη στρατηγική σταθερότητα με τους δικούς της όρους.
Ιστορικά, οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν υπάρξει οι κύριοι αρχιτέκτονες του καθεστώτος ελέγχου πυρηνικών εξοπλισμών, χρονολογούμενο από τις συμφωνίες του Ψυχρού Πολέμου όπως οι SALT I και II, οι αρχικές συνθήκες START, και η τώρα καταργημένη Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Ενδιάμεσου Βεληνεκούς (INF). Τα τεράστια οπλοστάσια τους και η γεωπολιτική επιρροή τους, έχουν κάνει τις διμερείς διαπραγματεύσεις ελέγχου εξοπλισμών το επίκεντρο της παγκόσμιας πυρηνικής διπλωματίας, για δεκαετίες.
Η Νέα συνθήκη START έχει διατηρήσει τακτική και στρατηγική ισορροπία κατά τα τελευταία χρόνια, παρά τις σημαντικές γεωπολιτικές προκλήσεις, λειτουργώντας ως αμοιβαίος περιορισμός εν μέσω ανταγωνισμού. Τα όρια, τα πρωτόκολλα επαλήθευσης και οι μηχανισμοί διαφάνειας της έχουν υπάρξει καθοριστικά στη μείωση των αβεβαιοτήτων και τη δημιουργία ελάχιστης εμπιστοσύνης, ακόμη και αν ο ανταγωνισμός επιμένει.
Η αντίδραση της Ρωσίας στη σύνοδο κορυφής, υπογράμμισε επίσης την πολυπλοκότητα της διεύρυνσης της διαπραγματευτικής αρχιτεκτονικής. Η Μόσχα επέμεινε ότι οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις πρέπει να περιλάβουν όχι μόνο την Κίνα αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, επισημαίνοντας την ανάγκη να ληφθεί υπόψη ολόκληρο το δυτικό πυρηνικό οπλοστάσιο ως μέρος ενός πολυμερούς πλαισίου, που στοχεύει στην επανεξισορρόπηση των ευθυνών αφοπλισμού.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΠΟΛΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Η σύνοδος κορυφής της Αλάσκας σηματοδότησε ένα πιθανό σημείο καμπής, επιδεικνύοντας τις προκλήσεις που είναι εγγενείς στη μετάβαση από ένα διπολικό πλαίσιο ελέγχου εξοπλισμών που επικεντρώνεται στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, σε μια πολυπολική αρχιτεκτονική που περιλαμβάνει και άλλες πυρηνικές δυνάμεις. Η συμπερίληψη της Κίνας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, και πιθανώς άλλων πυρηνικών κρατών, θα αντιπροσώπευε έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό, απαιτώντας νέα παραδείγματα που να ενσωματώνουν διασυνδεδεμένες περιφερειακές και παγκόσμιες ανησυχίες ασφαλείας.
Μια τέτοια μετάβαση συνεπάγεται πολυπλοκότητες πολύ πέρα από τη διαπραγμάτευση αριθμών ή μηχανισμών επαλήθευσης. Απαιτεί τη συμφιλίωση διαφορετικών στρατηγικών κουλτουρών, δογμάτων εθνικής ασφάλειας, και αντιλήψεων απειλής. Η επιτυχία ή αποτυχία αυτής της μετάβασης, θα επηρεάσει την αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα του καθεστώτος πυρηνικής μη-διάδοσης και τη βιωσιμότητα μιας διεθνούς τάξης που διαμορφώνεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Εν κατακλείδι, η σύνοδος κορυφής της Αλάσκας του 2025 επαναβεβαίωσε τον έλεγχο πυρηνικών εξοπλισμών ως απαραίτητη και επείγουσα προτεραιότητα παγκόσμιας ασφάλειας. Η επικείμενη λήξη της Νέας START το 2026 καθιστά αναγκαία είτε την ανανέωσή της είτε την καθιέρωση ενός διαδόχου πλαισίου για να αποφευχθεί ένα επικίνδυνο ρυθμιστικό κενό. Ωστόσο, η επίτευξη αυτού θα είναι επίπονη μέσα σε ένα ταχέως εξελισσόμενο πολυπολικό πυρηνικό τοπίο.